To see the other types of publications on this topic, follow the link: Χειρουργική.

Dissertations / Theses on the topic 'Χειρουργική'

Create a spot-on reference in APA, MLA, Chicago, Harvard, and other styles

Select a source type:

Consult the top 50 dissertations / theses for your research on the topic 'Χειρουργική.'

Next to every source in the list of references, there is an 'Add to bibliography' button. Press on it, and we will generate automatically the bibliographic reference to the chosen work in the citation style you need: APA, MLA, Harvard, Chicago, Vancouver, etc.

You can also download the full text of the academic publication as pdf and read online its abstract whenever available in the metadata.

Browse dissertations / theses on a wide variety of disciplines and organise your bibliography correctly.

1

Μπουμπούλης, Νικόλαος. "Η χειρουργική αντιμετώπιση του συνδρόμου Wolff-Parkinson-White." Thesis, 1998. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3088.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
2

Καραγεώργος, Αθανάσιος Χ. "Εκφυλιστική στένωση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης σε πολλαπλά επίπεδα : χειρουργική αντιμετώπιση." Thesis, 2006. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/1159.

Full text
Abstract:
Σκοπός: Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη που αφορά στη χειρουργική θεραπεία ασθενών που έπασχαν από εκφυλιστική σπονδυλική στένωση της ΟΜΣΣ σε πολλαπλά επίπεδα (δύο ή περισσότερα). Αποσκοπεί στο να διερευνήσει εάν η συγκεκριμένη χειρουργική τεχνική βελτιώνει τα συμπτώματα των ασθενών και κατά πόσον αυτή η βελτίωση διατηρείται στο χρόνο. Υλικό-Μέθοδος: Σαράντα-ένας ασθενείς συμμετείχαν στην μελέτη, που έλαβε χώρα στην Ορθοπαιδική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από το 1997 έως το 2004. Οι ασθενείς είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον 1 έτος μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Ο μ.ο. ηλικίας των ασθενών ήταν 61,02 +_ 9,62 έτη (κυμαινόμενη από 33 έως 79 έτη). Οι ασθενείς προεγχειρητικά υποβάλλονταν σε λεπτομερή ακτινολογικό και κλινικό έλεγχο. Ο ακτινολογικός έλεγχος περιελάμβανε απλές και δυναμικές ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία (CT), μαγνητική τομογραφία (MRI) και/ή μυελογραφία με μυελο-CT. Ο κλινικός έλεγχος περιελάμβανε τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου της Oswestry Disability Index (ODI) και της Visual Analog Scale (VAS). Βάσει του προεγχειρητικού ελέγχου 23 ασθενείς έπασχαν από εκφυλιστική στένωση σε 2 σπονδυλικά επίπεδα (περιελάμβανε 3 σπονδύλους), σε 16 ασθενείς είχαν προσβληθεί 3 επίπεδα και 2 ασθενείς είχαν προσβληθεί 4 επίπεδα. Επιπλέον αναδείχθηκε ότι 12 ασθενείς έπασχαν από σκολίωση, 18 ασθενείς από σπονδυλολίσθηση 1ου βαθμού, ενώ 9 ασθενείς από τμηματική αστάθεια. Η κλινική εικόνα των ασθενών περιελάμβανε κυρίως άλγος στην οσφύ και στα κάτω άκρα και/ή νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα. Επιπλέον 6 ασθενείς παρουσίαζαν σταδιακά επιδεινούμενη νευρολογική σημειολογία. Η χειρουργική τεχνική περιελάμβανε ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση των οστικών και συνδεσμικών δομών. Περιελάμβανε αφαίρεση της ακανθώδους απόφυσης του σπονδυλικού πετάλου και του ωχρού συνδέσμου, ώστε να υπάρξει απελευθέρωση του σπονδυλικού καναλιού οπισθίως. Η αποσυμπίεση εκτείνονταν από το έξω όριο του ενός καναλιού των ριζών έως το έξω όριο του άλλου και αφορούσε όλα τα στενωτικά επίπεδα που εκ των προτέρων είχαν καθοριστεί μέσω, του προεγχειρητικού ελέγχου. Η σταθερότητα της Σ.Σ. επιτυγχανόταν με την τοποθέτηση διαυχενικού συστήματος σπονδυλοδεσίας, που εκτείνονταν ένα σπονδυλικό επίπεδο εκατέρωθεν των επιπέδων αποσυμπίεσης. Το τελικό στάδιο της τεχνικής περιελάμβανε τοποθέτηση μοσχευμάτων για την επίτευξη αρθρόδεσης, τα οποία τοποθετούνταν μεταξύ των εγκαρσίων αποφύσεων. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 228min (από 120min έως 420min). Η παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά γίνονταν σε ετήσια βάση και περιελάμβανε τη συμπλήρωση της ODI και VAS όσον αφορά στο κλινικό σκέλος και απλές και δυναμικές ακτινογραφίες όσον αφορά στο ακτινολογικό σκέλος. Αποτελέσματα: Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 3,71 +_ 1,54 έτη (κυμαινόμενος από 1 έτος έως 6 έτη). Η συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών, όπως εκτιμάται με την ODI, παρουσίασε στατιστικά σημαντική βελτίωση μετεγχειρητικά, που διατηρήθηκε για όλα τα έτη παρακολούθησης. Συγκεκριμένα από 61,06% προεγχειρητικά, βελτιώθηκε στο 16,30% το 4ο μετεγχειρητικό έτος. Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρουσίασε και ο πόνος όπως εκτιμήθηκε με τη VAS. Συγκεκριμένα από 7,88 προεγχειρητικά, βελτιώθηκε σε 2,35 το 4ο μετεγχειρητικό έτος. Εκτιμώντας τις επιμέρους παραμέτρους της ODI, διαπιστώνεται πως η μεγαλύτερη βελτίωση επιτεύχθηκε στο άλγος, στην προσωπική φροντίδα, στην ικανότητα καθίσματος, στην ικανότητα ύπνου και στην ικανότητα για ταξίδι. Στις παραπάνω δραστηριότητες ποσοστό ασθενών μεγαλύτερο από 90% παρουσίαζε φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική δραστηριότητα, με βαθμολογία ‘0’ ή ‘1’ το 4ο μετεγχειρητικό έτος στην 6βάθμια κλίμακα. Η ακτινολογική παρακολούθηση μετεγχειρητικά ανέδειξε αστάθεια σε παρακείμενο επίπεδο σε 2 ασθενείς (4,87%), θραύση μιας βίδας στον Ι1 σπόνδυλο σε 1 ασθενή (2,43%) και χαλάρωση μιας βίδας σε 1 ασθενή (2,43%). Όλοι οι ανωτέρω ασθενείς υποβλήθηκαν σε νέα επέμβαση. Η πιθανότητα συνεπώς για τους ασθενείς της μελέτης να μην υποβληθούν σε νέα επέμβαση λόγω μηχανικής αποτυχίας της αρχικής επέμβασης, ήταν 90,24%. Οι υπόλοιποι ασθενείς παρουσίασαν στον ακτινολογικό έλεγχο πλήρη πώρωση με συνεχή οστική γεφύρωση μεταξύ των εγκαρσίων αποφύσεων άμφω και σταθερότητα σε παρακείμενα επίπεδα. Τέλος οι 39 ασθενείς (95,12%) δήλωσαν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα της επέμβασης και ότι θα την επαναλάμβαναν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Συμπέρασμα: Η ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση συνοδευόμενη από οπισθοπλάγια σπονδυλοδεσία με χρήση υλικών, προσφέρει ικανοποιητικά και αναπαραγόμενα κλινικά και ακτινολογικά αποτελέσματα σε ασθενείς που υποφέρουν από πολυεπίπεδη σπονδυλική στένωση και αστάθεια (εκφυλιστική σκολίωση και/ή εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση). Με την παραπάνω τεχνική αποφεύγεται η υποτροπή της στένωσης λόγω άναρχης οστικής αναδόμησης (bone regrowth). Όταν η τεχνική εφαρμόζεται σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς οδηγεί σε μικρό ποσοστό επιπλοκών, αποτελώντας μια αξιόπιστη λύση στο πρόβλημα της σημαντικής παθολογίας της σπονδυλικής στήλης.
Aim: This is a prospective study on the surgical treatment of patients who suffered from degenerative spinal stenosis of lumbar spine in multiple levels (2 or more). Our goal was to show if our technique improves substantially patient’s symptoms and if the improvement is long lasting. Patients and Method: Between 1997 and 2004, 41 patients were participated in this study, which took place at the Orthopaedic Department of Patras University Hospital. All patients had completed 1-year postoperative follow up. Mean age was 61 years (range 33 – 79 years). All patients underwent preoperatively detailed radiological and clinical evaluation. Radiological aproach included face, profile and dynamic x-rays, computer tomography (CT), magnetic resorance (MRI) and/or myelography with myelo-CT. Clinical evaluation was done using Oswestry Disability Index (ODI) and Visual Analog Scale (VAS). Twenty-three patients suffered from degenerative stenosis in 2 levels (included 3 vertebral bodies), in 16 patients were involved 3 levels and in 2 patients were involved 4 levels. Furthermore 12 patients suffered from concomitant scoliosis, 18 patients from concomitant spondylolisthesis (1st grade), 9 patients from segmental instability and 2 patients from scoliosis and spondylolisthesis. Patients’ symptoms were low back pain, sciatica and/or neurologic intermittent claudication. In 6 patients neurologic deterioration was observed. Surgical technique was wide posterior decompression. This included removal of spinous process, vertebral lamina and ligamentum flavum, and lead to fully posterior exposure of the spinal canal. Decompression was taken place in all the stenotic segments and was extended from one to another root canal in each segment. In order to achieve stability of the spine we used transpedicular screw fixation system, which extended one segment above and one below the decompressed area. Finally we used osseous graft and allograft between transverse processes. Mean surgical time was 228 (120-420) min. Patients’ follow up was done once per year and included the completion of ODI and VAS and face profile and dynamic x-rays for clinical and radiological assessment respectively. Results: Mean follow up was 3,7 (1-6) years. The quality of patients’ life, as is estimated with ODI, showed substantial improvement, which lasted all years. In specific from 61% preoperatively, improved to 16% the 4th postoperative year. Pain also presented statistical significant improvement, as is estimated with VAS. In specific from 7,9 preoperatively improved to 2,3 the 4th postoperative year. Evaluation of ODI’s parameters showed that the greater improvement was achieved in pain, personal care, sitting, sleeping and traveling. More than 90% of the patients had normal or nearly normal activity in these aforementioned parameters, the 4th postoperative year. Two patients had instability in an adjacent level (4,9%). Also one screw breakage in 1 patient (2,4%) and one screw loosening in another one (2,4%), both in S1 vertebral, was observed. These 4 patients underwent second surgical intervention due to instability. Finally there was possibility 90,2% for the patients not to underwent second operation due to mechanical failure. The rest of the patients presented with solid fusion, confluent osseous bridging between the transverse processes and stable adjacent vertebral levels. Conclusions: Wide posterior decompression combined with posterolateralinstrumented fusion, lead to satisfactory and reproducible clinical and radiological results to patients who suffer from degenerative lumbar spinal stenosis in multiple levels with concomitant instability (degenerative scoliosis and/or degenerative spondylolisthesis). The aforementioned technique avoids substantial bone regrowth and stenosis recurrence. Proper use in carefully selected patients has low complication rate, giving us a good and long-lasting result.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
3

Αντωνόπουλος, Δημήτριος. "Μικροχειρουργική τεχνική ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών στην επανορθωτική χειρουργική κεφαλής και τραχήλου." Thesis, 2012. http://hdl.handle.net/10889/6240.

Full text
Abstract:
Η μικροχειρουργική τεχνική και η μεταφορά ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών για την αποκατάσταση εκτεταμένων και σύνθετων ελλειμμάτων ογκολογικής ή τραυματικής αιτιολογίας της κεφαλής και του τραχήλου αποτελεί μέθοδο επιλογής. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνεται στον ίδιο χρόνο με την εκτομή, η λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση με μειωμένο ποσοστό επιπλοκών και επίπτωση από την δότρια περιοχή. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε και αναλύουμε την εμπειρία μας σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με μικροχειρουργική τεχνική και ελεύθερους αγγειούμενους κρημνούς. Την περίοδο 2003 έως 2010, σε 48 ασθενείς πραγματοποιήθηκαν 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Οι 34 ασθενείς από τους 48 υπεβλήθηκαν συγχρόνως σε ογκολογική εκτομή λόγω Ca και σε αποκατάσταση, ενώ σε 14 από τους 48 ασθενείς αφορούσε έλλειμμα τραυματικής αιτιολογίας. Η τοπογραφία του ελλείμματος αφορούσε το τριχωτό της κεφαλής και του μετώπου σε 12 ασθενείς (25%), το μέσο τριτημόριο του προσώπου και τα παραρίνια σε 9 ασθενείς (18.7%), το κάτω τριτημόριο του προσώπου και τραχήλου σε 27 ασθενείς (56.25%). Σε 7 ασθενείς χρησιμοποιήθηκαν διπλοί ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί και σε 41 ασθενείς μονήρεις κρημνοί. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Σε 16 ασθενείς χρησιμοποιήθηκε φλεβικό μόσχευμα (33.3%). Οι κρημνοί επιλογής ήταν ο κερκιδικός κρημνός 28.5%, ο κρημνός της περόνης 17.8%, ο προσθιοπλάγιος κρημνός του μηρού 14.2%, ο μυοδερματικός κρημνός του ορθού κοιλιακού(VRAM) 12.5% και εγκάρσιος(ΤΡΑΜ) 5.3%, ο κρημνός του πλατέως ραχιαίου 8.9%, ο κρημνός του ισχνού προσαγωγού 7.1% και ο πρόσθιος οδοντωτός 1.7%. Οι μικροαγγειακές αναστομώσεις έγιναν στα αγγεία του τραχήλου σε ποσοστό 96.2%. Η επιβίωση των κρημνών ήταν σε ποσοστό 92.8% (52/56) και 4 κρημνοί απορρίφθηκαν (7.1%) λόγω θρόμβωσης. Ένας ασθενής απεβίωσε στην μετεγχειρητική περίοδο λόγω σοβαρών συστηματικών επιπλοκών. Ο σωστός σχεδιασμός, η επιλογή του κατάλληλου κρημνού, η εμπειρία στην μικροχειρουργική και η συνεργασία των εμπλεκόμενων ιατρικών ομάδων είναι αυτά που διασφαλίζουν το υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην επανορθωτική μικροχειρουργική με πολύ καλό λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα.
Microsurgical free tissue transfer considered as the best choice for the reconstruction of head and neck extended and complex tissue defects due to tumor resection or trauma. A total of 48 patients underwent free tissue transfer between 2003-2010. There were 34 patients underwent one stage tumor resection and microsurgical free flap reconstruction and 16 patients for free flap reconstruction due to head and neck trauma. The defect in 12 patients 25% was on the scalp and forehead, the middle third in 9 patients 18.7% lower third in neck in 27 patients 56.25%. We used a combination of double free flaps for reconstruction in 7 cases and in 41 patients a single free flap. Vane grafts were used in 16 cases (33.3%). We used in total 56 free flaps with success rate 92.8% (52/56). Four flaps were lost due to anastomotic thromboses. Work horse flaps in our series include the radial forearm 28.5%, fibula 17.8%, ALT 14.2%, VRAM 12.5%, TRAM 5.3%, latissimus dorse 8.9%, gracilis 7.1% and serratus anterior 1.7%. The neck recipient vessels were used in 96.2%. One patient died in post surgical period after systemic complications. Preoperative surgical and reconstruction plan, flaps selection, high microsurgical experience and team collaboration are essential for the good functional and aesthetic results in microsurgery reconstruction of head and neck tissue defects.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
4

Mead, Nancy. "Η εγκυμοσύνη μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας : Θρεπτική κατάσταση και έκβαση." Thesis, 2014. http://hdl.handle.net/10889/8071.

Full text
Abstract:
Nutritional status during pregnancy and the effects of nutritional deficiencies on pregnancy outcomes following bariatric surgery is an important issue that warrants further study. Objective: To investigate pregnancy outcomes and nutritional indices following restrictive and malabsorptive procedures. Setting: University Hospital, Greece. Methods: We investigated pregnancy outcomes of 113 women who gave birth to 150 children following biliopancreatic diversion (BPD), Roux-en-Y gastric bypass (RYGB) and sleeve gastrectomy (SG) between June 1994 and December 2011. Biochemical indices and pregnancy outcomes were compared among the different types of surgery and to overall 20-year hospital data, as well as to 56 pre-surgery pregnancies in 36 women of the same group. Results: Anemia was observed in 24.2% and 15.6% of pregnancies following BPD and RYGB, respectively. Vitamin B12 levels decreased postoperatively in all groups, with no further decrease during pregnancy; however, low levels were observed not only after BPD (11.7%) and RYGB (15.6%), but also after SG (13.3%). Folic acid levels increased. Serum albumin levels decreased in all groups during pregnancy, but hypoproteinemia was seen only after BPD. Neonates after BPD had significantly lower average birth weight without a higher frequency of low birth weight defined as less than 2500gr. A comparison of neonatal data between babies born before surgery (BS) and siblings born after surgery (AS) showed that AS newborns had lower average birth weight with no significant differences in body length or head circumference and no cases of macrosomia. Conclusions: Our study showed reasonably good pregnancy outcomes in this sample population following all types of bariatric surgery provided nutritional supplement guidelines are followed. Closer monitoring is required in pregnancies following malabsorptive procedures especially regarding protein nutrition.
Η θρεπτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι συνέπειες διατροφικών ανεπαρκειών στην έκβαση της, που ακολουθεί μια χειρουργική επέμβαση για κλινική σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση της θρεπτικής κατάστασης και της έκβασης της εγκυμοσύνης, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογνά, σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές επεμβάσεις για κλινικά σοβαρή παχυσαρκία. Μελετήθηκαν 113 γυναίκες που γέννησαν 150 παιδιά μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή (BPD), Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη (RYGB) και επιμήκη γαστρεκτομή μεταξύ Ιουνίου 1994 και Δεκεμβρίου 2011. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των θρεπτικών δεικτών και της έκβασης της εγκυμοσύνης μεταξύ των επεμβάσεων καθώς και με τα 20ετή στοιχεία γεννήσεων του νοσοκομείου μας και τα αποτελέσματα από 56 προεγχειρητικές εγκυμοσύνες σε 36 από τις ίδιες γυναίκες. Αναιμία παρατηρήθηκε σε 24.2% και 15.6% των κυήσεων μετά από BPD και RYGB, αντίστοιχα. Τα επίπεδα της βιταμίνης B12 μειώθηκαν μετεγχειρητικά σε όλες τις ομάδες, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης• όμως, χαμηλά επίπεδα παρατηρήθηκαν σε κάποιες γυναίκες όχι μόνο μετά από BPD (11.7%) και RYGB (15.6%), αλλά και μετά από SG (13.3%). Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος αυξήθηκαν μετεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η τιμή της αλβουμίνης μειώθηκε σε όλες τις ομάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποπρωτεϊναιμία παρατηρήθηκε μόνο μετά από BPD. Τα νεογνά μετά από BPD είχαν χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης (p<0.05), χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χαμηλού βάρους γέννησης (<2500gr). Η σύγκριση μεταξύ των νεογνών που γεννήθηκαν πριν και μετά το χειρουργείο έδειξε ότι τα νεογνά που γεννήθηκαν μετά είχαν χαμηλότερο βάρος (p<0.001) χωρίς σημαντικές διαφορές στη διάρκεια κύησης, στο μήκος ή στην περίμετρο της κεφαλής και καθόλου μακροσωμία. Συμπερασματικά, η δική μας μελέτη έδειξε σχετικά καλή θρεπτική κατάσταση και έκβαση στη εγκυμοσύνη μετά από όλους τους τύπους επεμβάσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες. Πιο στενή παρακολούθηση χρειάζεται μετά από δυσαπορροφητικές επεμβάσεις ιδιαίτερα ως προς το θέμα της πρωτεϊνικής θρέψης
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
5

Φωτόπουλος, Λεωνίδας. "Πλαστικές επανορθωτικές επεμβάσεις μετά από επέμβαση για νοσογόνο παχυσαρκία και μεγάλη απώλεια σωματικού βάρους." Thesis, 2003. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/1295.

Full text
Abstract:
Η χειρουργική της παχυσαρκίας προσφέρει ικανοποιητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, με χαμηλό ποσοστό επιπλοκών. Μετά την εγχείρηση για την παχυσαρκία και την μεγάλη απώλεια βάρους, παρατηρείται περίσσεια δέρματος, η οποία προκαλεί λειτουργικά, δερματολογικά και αισθητικά προβλήματα. Οι ανατομικές περιοχές όπου παρατηρείται η δυσμορφία, είναι η έσω επιφάνεια των βραχιόνων, οι μαστοί, το θωρακικό και το κοιλιακό τοίχωμα καθώς και οι μηροί. Για την αποκατάσταση της δυσμορφίας, οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε μία ή περισσότερες περιοχικές δερμολιπεκτομές. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε την εμπειρία μας, όσον αφορά την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ασθενών. Από τον Οκτώβριο 1996 μέχρι τον Δεκέμβριο 2002, 46 ασθενείς υπεβλήθησαν σε 67 περιοχικές δερμολιπεκτομές. Σαράντα πέντε ασθενείς, υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή του κοιλιακού τοιχώματος. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 188,1 min (105-420 min). Το μέσο βάρος των εκταμειθέντων ιστών ήταν 2839,2 gr (850-7525 gr). Τέσσερις ασθενείς (8,8%) μεταγγίσθηκαν. Επτά ασθενείς(15,5%) παρουσίασαν επιπλοκές στις οποίες περιλαμβάνονται, 1 μετεγχειρητική αιμορραγία, 3 διαπυήσεις τραύματος, 2 διασπάσεις και 1 ορώδης συλλογή. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 8,9 ημέρες (5-22 ημέρες). Είκοσι πέντε από τους ασθενείς (55,5%), υπεβλήθησαν σύγχρονα σε αποκατάσταση μετεγχειρητικής κήλης, ενώ σε 9 (20%) χρησιμοποιήθηκε πλέγμα goretex. Οκτώ ασθενείς (17,3%) υπεβλήθησαν σε πλαστική των μαστών και ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 166,2 min (130-210 min). Σε μια ασθενή τοποθετήθηκαν ενθέματα. Δεν υπήρξε νοσηρότητα και ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 7,1 ημέρες (4-9 ημέρες). Επτά ασθενείς (15,2%) υπεβλήθησαν σε εγκάρσια λαγονο-μηρο- γλουτιαία ανόρθωση, τέσσερις ασθενείς (8,6%) υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή των μηρών, ενώ άλλοι τρεις (6,5%) υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή των βραχιόνων. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 297,1 min (160-420 min), 246,2 min (230-280 min) και 203,3 min (180-240 min) αντίστοιχα. Το μέσο βάρος των εκταμειθέντων ιστών ήταν 2245gr (725-4403 gr), 1342,5 gr (1050-1550gr) και 572,7 gr (400-848gr) αντίστοιχα. Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν την διαπύηση του τραύματος σε 2 ασθενείς, μικρές διασπάσεις του δέρματος σε 5 ασθενείς και παρατεταμένο οίδημα του αριστερού κάτω άκρου σε μία ασθενή. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 10,6 ημέρες (6-23 ημέρες), 8 ημέρες (7-9 ημέρες) και 6 ημέρες (5-7 ημέρες) αντίστοιχα. Οι περιοχικές δερμολιπεκτομές, αποτελούν την μόνη εφικτή αντιμετώπιση της δυσμορφίας που προκαλείται από την μεγάλη απώλεια βάρους. Σύμφωνα με την εμπειρία μας, οι εγχειρήσεις αυτές είναι ασφαλείς, δίχως σοβαρές επιπλοκές και προσφέρουν καλά λειτουργικά και αισθητικά αποτελέσματα.
Bariatric surgery has been shown to be effective in providing substantial and sustained long-term weight loss with minimum complications. Following bariatric surgery and consequent loss of body weight, the skin begins to sag in various regions of the body, forming skin-folds, which cause serious functional, dermatological and aesthetic deformities. The regions of the body most commonly affected by excess skin tissue are the medial part of the arms, the breasts, the thoracic and abdominal wall, especially in the lateral areas and the inner and outer thigh. In order to correct this deformity, it is essential that they undergo a series of one or more regional dermolipectomies. In this article, we present our experience on how we manage these patients. From October 1996 until December 2002, 46 patients had 67 regional dermolipectomies. Forty-five patients underwent abdominal dermolipectomy. The average operative time was 188,1 min (105-420min). The average amount of tissue excised was 2839,2 gr (850-7525gr). Four patients (8,8%) required blood transfusion. Seven patients (15,5%) developed complications, which included 1 case of post-operative bleeding, 3 wound infections, 2 skin dehiscences and 1 seroma. Average length of hospital stay was 8,9 days (5- 22 days). Twenty-five of these patients (55,5%) simultaneously underwent abdominal incisional hernia repair; in 9 (20%), a goretex mesh was used. Eight patients (17,3%) had mammaplasty, with average operative time 166,2 min (130-210 min). In one of them, breast implants were placed. There was no morbidity, and the average hospitalization was 7,1 days (4-9 days). Transverse flank-thigh-buttock lift was done in seven patients (8,6%), and arm reduction plasty in three (6,5%). The average operative time was 297,1 min (160-420 min), 246,2 min (230-280 min) and 203,3 min (180-240) respectively. Average tissue excised was 2245 gr (725-4403 gr), 1342,5 gr (1050-1550 gr) and 572,7 gr (400-848 gr) respectively. Morbidity was related to wound infection in 2 patients, minor skin dehiscence in 5 patients and persistent edema of the left lower extremity in another. Average hospitalization was 10,6 days (6-23 days), 8 days (7-8 days) and 6 days (5-7 days) respectively. Regional dermolipectomies constitute the only available treatment for deformities following massive weight loss after bariatric surgery. Based on our experience, these procedures are safe, without serious complications and with good functional and esthetic results.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
6

Ζυγομαλάς, Απόλλων. "Μικρο-ρομπότ στη χειρουργική δια μέσου φυσικών οπών (NOTES), ο ρόλος της ιατρικής πληροφορικής." Thesis, 2010. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2958.

Full text
Abstract:
Η χειρουργική δια μέσου φυσικών οπών ή NOTES (Natural Orifice Transluminal Endocopic Surgery) αποτελεί σήμερα ίσως το πιο ενδιαφέρον επίτευγμα της χειρουργικής από πλευράς τεχνικής. Η ανάπτυξη της τεχνολογία των υπολογιστών και της ρομποτικής αποτελεί ένα δυνατό εργαλείο για το σύγχρονο χειρουργό. Η πρόοδος της μικρο-ρομποτικής στις μέρες μας είναι αλματώδης. Συνεχώς κατασκευάζονται από ομάδες επιστημόνων όλο και μικρότερα σε μέγεθος ρομπότ με όλο και περισσότερες δυνατότητες κίνησης και επεξεργασίας σήματος ικανά να εισέλθουν στο ανθρώπινο σώμα δια μέσου των φυσικών οπών του, στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Η τεχνική NOTES είναι ίσως η ιδανική για χρήση μικρο-ρομποτικής. Ο συνδυασμός αυτός ίσως φέρει επανάσταση και στην τηλεχειρουργική. Σκοπός τις εργασίας μας είναι να αναδείξουμε το ρόλο της ιατρικής πληροφορικής κατά τη χρήση μικρο-ρομποτ στη χειρουργική δια μέσου φυσικών οπών. Σχεδιάσαμε και εξομοιώσαμε ένα μοντέλο αρθρωτού μικρο-ρομποτ αποτελούμενου από υπομονάδες (modular robot) που θα μπορεί να εισέλθει δια μέσω των φυσικών οπών στο γαστρεντερικό σωλήνα ή και στην περιτοναϊκή κοιλότητα και θα έχει δυνατότητα κίνησης και χειρουργικών χειρισμών εξ αποστάσεως καθώς και παροχή πληροφοριών στο χρήστη από αισθητήρες.
Natural Orifice Transluminal Endocopic Surgery (NOTES) is perhaps the most interesting achievement of today’s surgery in terms of technique. The development of computer technology and robotics is a powerful tool for the modern surgeon. The progress of micro-robotics today is remarkable. Robotic working teams continuously produce smaller in size robots with more potential motion and signal processing that can enter into the peritoneal cavity through the body’s natural orifices. NOTES surgery is perhaps ideal for use of micro-robots. This combination could be a revolution for the Telesurgery. The aim of our work is to highlight the role of medical informatics in the use of micro-robots in NOTES surgery. We designed and simulated a model of an articulated micro-robot composed of subunits (modular robot) that can enter the gastrointestinal tract or the peritoneal cavity through the body’s natural orifices. It is capable of motion and surgical manipulations and can also provide sensor information to the user.-
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
7

Σαράκης, Πέτρος. "Το επιχειρηματικό σχέδιο μιας νεοσύστατης επιχείρησης πλαστικής χειρουργικής." Thesis, 2008. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2243.

Full text
Abstract:
Η εργασία αυτή πραγματεύεται την εφαρμογή των εργαλείων του Management στην σύσταση και λειτουργία μιας επιχείρησης Πλαστικής Χειρουργικής. Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η Πλαστική Χειρουργική είναι μία ιατρική ειδικότητα που δεν αφορά μόνο στις κοσμητικές επεμβάσεις, αλλά και στις λεγόμενες επανορθωτικές, μέρος των οποίων είναι θεραπευτικές σε προβλήματα που απειλούν την ζωή του ανθρώπου. Επομένως, είναι προς όφελος των ασθενών η σωστή και οικονομική λειτουργία μίας τέτοιας επιχειρήσεως. Επειδή στην βιβλιογραφία υπάρχουν αρκετές αναφορές στην επιχειρηματική οργάνωση εταιριών που προσφέρουν υπηρεσίες υγείας σε τριτοβάθμιο νοσοκομειακό επίπεδο, ενώ λείπουν αντίστοιχες για την οργάνωση σε επίπεδο προσωπικής επιχειρήσεως, επελέγη η εργασία να αφορά σε αυτό το μάλλον παραμελημένο τμήμα. Άλλωστε, οι ιατρικές υπηρεσίες είναι κατ’ εξοχήν προσωπικές όσον αφορά στον ιατρό και εξατομικευμένες όσον αφορά στον ασθενή. Έτσι, το θέμα που θα αναλυθεί είναι το “Eπιχειρηματικό σχέδιο μιας νεοσύστατης επιχειρήσεως Πλαστικής Χειρουργικής”. Όλα τα στοιχεία που αναφέρονται ανταποκρίνονται στην τρέχουσα αγορά, αποτελούν πόρισμα εξειδικευμένης γνώσης και πληροφόρησης και ταυτόχρονα με την εργασία βρίσκονται σε εφαρμογή σε πραγματική επιχείρηση. Το επιχειρηματικό σχέδιο εκπονήθηκε με βάση όλα τα απαραίτητα προς τούτο, εργαλεία του Management και τις αρχές της επιστήμης τόσο της ιατρικής όσο και της διοικήσεως επιχειρήσεων. Ο στόχος είναι να μπορεί με βάση το σχέδιο αυτό να αναπτυχθεί μία βιώσιμη και κερδοφόρα επιχείρηση στον τομέα αυτό. Έχει προηγηθεί η απαραίτητη έρευνα αγοράς, τόσο σε επίπεδο υφιστάμενου και μελλοντικού ανταγωνισμού όσο και σε επίπεδο αποτίμησης πόρων και χρηματοδοτήσεως από πιστωτικά ιδρύματα. Δεν έχει παραληφθεί και η αξιολόγηση των μελλοντικών αποδόσεων του χώρου και ακόμη και το ιδιαίτερο νομικό – ασφαλιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα δράσει η επιχείρηση.
A business plan of a newly formed plastic surgery clinic.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
8

Μαρούλης, Ιωάννης. "Μελέτη μεταβολών ανοσολογικών παραμέτρων σε μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις μετά χορήγηση αναστολέα της κυκλοοξυγένασης." Thesis, 1996. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2874.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
9

Καζάκος, Κώστας. "Η αξία του ημιτενοντωδούς στις παραμελημένες ρήξεις του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου: αρθροσκοπικός και ιστολογικός έλεγχος." Thesis, 1990. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3060.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
10

Τεπετές, Κωνσταντίνος. "Η σημασία της κηλογραφίας και της ενδοπεριτοναϊκής εγχύσεως κυανού του μεθυλενίου στην ανάδειξη και ταυτοποίηση κηλών της βουβωνικής χώρας." Thesis, 1990. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3072.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
11

Σκρουμπής, Γεώργιος. "Οι παροχετευτικές χειρουργικές επεμβάσεις στην ριζική αντιμετώπιση της ηπατικής εχινοκοκκίασης." Thesis, 2002. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3219.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
12

Παναγόπουλος, Ανδρέας. "Σύνθετα (2, 3 και 4 τμημάτων) κατάγματα άνω πέρατος βραχιονίου. Διάγνωση, χειρουργική αντιμετώπιση και λειτουργική αποκατάσταση." 2005. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/387.

Full text
Abstract:
Εισαγωγή: Η θεραπεία των σύνθετων καταγμάτων του άνω πέρατος του βραχιονίου είναι αμφισβητήσιμη και παραμένει ένα θέμα διαρκούς αντιπαράθεσης στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι ιδιομορφίες των καταγμάτων αυτών, η μικρή αξιοπιστία και αναπαραγωγικότητα των υπαρχόντων συστημάτων ταξινόμησης, η έλλειψη πολυκεντρικών προοπτικών ερευνών και ο μη καθορισμός αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης του θεραπευτικού αποτελέσματος, είναι μερικές μόνο από τις αιτίες που οδηγούν σε ασυμφωνία τους ερευνητές. Η επικρατούσα τάση στη διεθνή βιβλιογραφία σήμερα, επικεντρώνεται στις ελάχιστα παρεμβατικές τεχνικές οστεοσύνθεσης, που περιλαμβάνουν περιορισμένες αποκολλήσεις γύρω από τα κατεαγότα τμήματα, προσπάθεια διατήρησης της αιμάτωσης της κεφαλής και περιορισμό των μεταλλικών υλικών που απαιτούνται για την επίτευξη σταθερής οστεοσύνθεσης. Τα βασικά πλεονεκτήματα της μεθόδου που προτείνουμε είναι η ατραυματική προσπέλαση, η αποφυγή βίαιων χειρισμών επί του κατάγματος, η μη χρησιμοποίηση μεταλλικών υλικών οστεοσύνθεσης, η αποκατάσταση της ρήξης του μυοτενόντιου πετάλου και η χιαστί συγκράτηση των αποσπασθέντων τμημάτων της κεφαλής σε ένα ενιαίο τμήμα, δίκην ταινίας ελκυσμού (tension band effect), που επιτρέπει την σταθερή οστεοσύνθεση του κατάγματος και διευκολύνει την πρώιμη κινητοποίηση του ώμου. Υλικό-Μέθοδος: Την χρονική περίοδο 1991-2003 αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά στην κλινική μας με τη μέθοδο της οστεοσυρραφής 214 ασθενείς. Πρόκειται για 123 γυναίκες και 91 άνδρες με πρόσφατο κάταγμα του άνω πέρατος βραχιονίου και μέσο όρο ηλικίας τα 52,7 έτη (από 18 έως 82 ετών). Συνολικά, με βάση την ταξινόμηση και τα κριτήρια του CS. Neer, αντιμετωπίστηκαν 71 κατάγματα 2-τμημάτων, 75 κατάγματα 3-τμημάτων και 64 κατάγματα 4-τμημάτων (48 ενσφηνωμένα σε βλαισότητα) καθώς και 4 περιπτώσεις με κάθετο διαχωρισμό της αρθρικής επιφανείας. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 5.2 έτη και αφορούσε το 92% των ασθενών. Συνολικά 13 ασθενείς δεν προσήλθαν στον τελευταίο επανέλεγχο ενώ 4 απεβίωσαν για λόγους μη σχετιζόμενους με το κάταγμα ή την θεραπεία του, αφήνοντας 197 ασθενείς για πλήρη κλινική και ακτινολογική αξιολόγηση. Μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν όλα τα διεγχειρητικά ευρήματα, οι προεγχειρητικές και μετεγχειρητικές ακτινογραφίες, η επάρκεια και διατήρηση της ανάταξης, οι πρώιμες και απώτερες επιπλοκές, τα στοιχεία νοσηλείας, η επίπτωση μετεγχειρητικών φλεγμονών, η συμμόρφωση με το πρόγραμμα φυσιοθεραπείας, η ικανοποίηση του ασθενούς με τη θεραπεία και το τελικό κλινικό αποτέλεσμα, με βάσει τις παραμέτρους του Constant Score. Ακτινολογικά, η εξέλιξη της πώρωσης αξιολογήθηκε με προσθοπίσθια και διαμασχαλιαία ακτινογραφία στον 1ο, 3ο, 6ο και 12ο μήνα, καθώς και στον τελευταίο επανέλεγχο. Η παρουσία πλήρους ή τμηματικής άσηπτης νέκρωσης της κεφαλής, απορρόφησης ή παρεκτόπισης των ογκωμάτων, απώλειας της ανάταξης ή πώρωσης σε πλημμελή θέση, καθώς και οι όποιες ενδείξεις παρουσίας δευτεροπαθούς οστεοαρθρίτιδας και συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής κατεγράφησαν σε όλους τους ασθενείς που συμπεριελήφθησαν στη μελέτη. Σε 16 κατάγματα 4-τμημάτων εκπονήθηκε επιπλέον κλινική αγγειογραφική μελέτη για την διερεύνηση της διατήρησης της αιμάτωσης της βραχιονίου κεφαλής μετά την εφαρμογή της οστεοσυρραφής. Αποτελέσματα: Όλα τα κατάγματα πωρώθηκαν σε διάστημα 10.4 εβδομάδων κατά μέσο όρο (από 6.5 έως 14.6 εβδομάδες), εκτός από τέσσερις περιπτώσεις που παρουσίασαν ψευδάρθρωση. Η μέση τιμή του Constant score κατά τον τελευταίο επανέλεγχο ήταν 80.2 (από 35 έως 100 βαθμούς) ανεξαρτήτως τύπου κατάγματος, ενώ ως ποσοστό επί της λειτουργικότητας του υγιούς ώμου κυμάνθηκε στο 87.5%. Συνολικά 61 ασθενείς (30.9%) είχαν άριστο αποτέλεσμα, 96 (48.8%) πολύ καλό, 24 μέτριο (12.2%) και 16 πτωχό (8.1%). Η συνολική επίπτωση άσηπτης νέκρωσης της βραχιονίου κεφαλής ήταν 22/197 περιπτώσεις (11.1%), με πλήρη καθίζηση της κεφαλής σε 9 ασθενείς και μερική σε 13. Η παρουσία «λύσης» του ΜΒΟ επισημάνθηκε σε 18 ασθενείς (9.1%), έκτοπης οστεοποίησης σε 21 (10.6%), συμπτωματικής οστεοαρθρίτιδας σε 9 (4.5%) και συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής σε 11 (5.5%). Η συνολική επίπτωση επανεγχείρησης λόγω επιπλοκών κυμάνθηκε στο 7.1%. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της αγγειογραφικής μελέτης κατέδειξε διατήρηση της ενδοστικής αιματικής παροχής μετά από την εφαρμογή οστεοσυρραφής στα κατάγματα 4-τμημάτων ενσφηνωμένων σε βλαισότητα. Συμπεράσματα: Προτείνουμε την ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με μη-απορροφήσιμα ράμματα σε όλα τα παρεκτοπισμένα κατάγματα του άνω πέρατος του βραχιονίου που είναι επιδεκτικά οστεοσύνθεσης (2-τμημάτων ΜΒΟ, 3-τμημάτων και 4-τμημάτων ενσφηνωμένων σε βλαισότητα). Αποφεύγοντας τις πιθανές επιπλοκές των μεταλλικών υλικών μπορούμε, με την τεχνική της οστεοσυρραφής, να επιτύχουμε ικανοποιητική ανάταξη, σταθερή οστεοσύνθεση και αποκατάσταση του μυοτενόντιου πετάλου, που επιτρέπουν την πρώιμη κινητοποίηση της άρθρωσης και την επίτευξη ενός καλού τελικού κλινικού και ακτινολογικού αποτελέσματος. Σε νεαρούς ασθενείς με παρεκτοπισμένα κατάγματα 4-τμημάτων χωρίς ενσφήνωση και σε κατάγματα-εξαρθρήματα 3- και 4- τμημάτων, μπορεί να εφαρμοστεί αρχικά η οστεοσυρραφή, με σκοπό την απώτερη βιωσιμότητα της κεφαλής, αλλά η έκβαση είναι λιγότερο προβλέψιμη και η επίπτωση των επιπλοκών σημαντική.
Background: Ideal treatment of displaced proximal humeral fractures remains controversial and a matter of continuous debate in the international literature. The particularities of those fractures, the under strength reliability and reproducibility of the existing classification systems, the lack of multicenter prospective studies and the heterology definitions about the evaluation of results are only some of the reasons that bring researchers out of step. Current trends in operative treatment of these fractures are focused in minimal invasive techniques of reconstruction, involving limited soft tissue detachments, preserving blood supply of the humeral head and eliminating of necessary hard material application for stable osteosynthesis. The main advantages of our proposed technique are the minimal approach, without forced manipulations on the fracture, the avoidance of any hard material application, the repair of coexisting rotator cuff tears and the cruciate, tension-band like manner of bone fragments retention to a uniform part that allows stable internal fixation of the fracture and early shoulder joint motion. Material-Methods: Between 1991 and 2003, 214 patients underwent transosseous suturing for displaced fractures of the proximal humerus in our Department. There were 123 women and 91 men with a mean age of 52.7 years (range, 18-82). According to Neer criteria and fracture classification we managed 71 two-part fractures, 75 three-part and 64 four-part (48 of them was of valgus impacted subtype) as well as 4 splitting head fractures. Mean follow up period was 5.2 years and concerned the 92% of the patients. Overall, 13 patients were lost from the last follow up appointment and 4 died from reasons unrelated to the fracture or its treatment, leaving a total of 197 patients for full clinical and radiological evaluation. We recorded and investigated all preoperative and postoperative radiographs, intraoperative details, kind of reduction, early and late complications, hospital stay details, the incidence of infection, the cooperation with the rehabilitation program, the patient satisfaction and the objective clinical outcome according to the parameters of Constant score. Radiologically, the union progress was evaluated with anteroposterior and auxiliary views at 1st, 3rd, 6th, and 12th month as well as at the last follow up. All radiographs were investigated for the presence of partial or total collapse of the head, lysis or tuberosity displacement, loss of reduction or malunion as well as for signs of post-traumatic osteoarthritis and subacromial impingement syndrome. In 16 patients with four-part valgus impacted fractures, a digital angiographic evaluation was performed for further investigation of humeral head supply after transosseous suturing. Results: All fractures were united until the 10.4 week (range, 6.5 to 14.6 weeks), except four that developed nonunion. The mean Constant score at the last follow up was 80.2 (from 35 to 100 points) singly from fracture type, whereas the functional score as a percentage to that of the unaffected shoulder was 87.5%. Overall, 61 patients (30.9%) were rated as excellent, 96 (48.8%) very good, 24 good (12.2%) και 16 poor (8.1%). The overall incidence of avascular necrosis was 22/197 cases (11.1%); 9 patients showed total collapse and 13 partial collapse. Greater tuberosity lysis was noted in 18 patients (9.1%), heterotopic ossification in 21 (10.6%), posttraumatic osteoarthritis in 9 (4.5%) and subacromial impingement syndrome in 11 (5.5%). The overall rate of reoperation due to complications was 7.1%. The results of angiographic investigation showed conservation of endosteal blood supply of the humeral head, after transosseous suturing. Conclusions: We suggest open reduction and internal fixation in all displaced fractures of the proximal humerus that were amenable for fixation (2-part greater tuberosity, 3-part and 4-part valgus impacted fractures). Avoiding the complications of any hard material application, we are able, with the solely use of transosseous sutures, to accomplish adequate reduction, stable osteosynthesis and repair of rotator cuff tears, allowing for early shoulder joint motion and a satisfactory clinical and radiological outcome. In young patients, with displaced four-part fractures without impaction or 3- and 4-part fractures-dislocations, the transosseous suturing can be applied initially, as a head preserving treatment, but the outcome is less predictable and the rate of complications prominent.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
13

Πολυζωγοπούλου, Ευτυχία Β. "Μελέτη των μεταβολών του εντεροπαγκρεατικού άξονα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία μετά από χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης." Thesis, 2005. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/1296.

Full text
Abstract:
Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η απώλεια της πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης σε απάντηση στην ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης είναι οι δύο κύριες και πρωιμότερες διαταραχές στην φυσική εξέλιξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε αν η απώλεια σωματικού βάρους μετά από χειρουργική επέμβαση για νοσογόνο παχυσαρκία σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί να αποκαταστήσει ευγλυκαιμία και φυσιολογική οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης σε ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (IVGTT). Μελετήθηκαν 25 ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία – δώδεκα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, πέντε με παθολογική ανοχή γλυκόζης και οκτώ με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης – πριν και μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη. Δώδεκα άτομα με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος ορίσθηκαν ως μάρτυρες. Δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο, στην ομάδα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε από 53,2 ± 2,0 σε 29,2 ± 1,7 kg/m2 , η γλυκόζη νηστείας ελαττώθηκε από 172,2 ± 15,1 σε 81,8 ± 2,4 mg/dl και η ινσουλίνη νηστείας μειώθηκε από 28,1 ± 4,3 σε 6,3 ± 0,7 μU/ml (mean ± SE, p<0,001). Η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, η μέση τιμή συγκέντρωσης ινσουλίνης στα δύο, τρία και πέντε λεπτά μείον την βασική τιμή στην ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, αυξήθηκε κατά 770% και 935% στους τρεις και δώδεκα μήνες μετεγχειρητικά, αντίστοιχα (από 6,0 ± 3,8 σε 34,8 ± 7,2 και 41,3 ± 5,5 μU/ml, αντίστοιχα, p<0,001). Αντίθετα, στην ομάδα ασθενών με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης, η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, μειώθηκε κατά 40,5% (από 110 ± 10 σε 65,5 ± 15,5 μU/ml, p=0,027) δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη στην οποία υπεβλήθησαν οι ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 οδηγεί σε σημαντική απώλεια σωματικού βάρους, ευγλυκαιμία και φυσιολογική ευαισθησία στην ινσουλίνη, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αποκαθιστά φυσιολογική πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης σε απάντηση στη γλυκόζη από το β-κύτταρο και φυσιολογική σχέση οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης / ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που αποδεικνύει ότι η επαγόμενη από τη γλυκόζη απολεσθείσα πρώτη φάση έκκρισης στην ινσουλίνη, στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ήπιας ή μέτριας σοβαρότητας, είναι μια αναστρέψιμη διαταραχή. Η αποκατάσταση ευγλυκαιμίας και φυσιολογικής ευαισθησίας στην ινσουλίνη φαίνεται ότι αποτελούν βασική προυπόθεση για την επανεμφάνιση φυσιολογικής πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης.
Insulin resistance and loss of glucose-stimulated acute insulin response (AIR) are the two major and earliest defects in the course of type 2 diabetes. We investigated whether weight loss after bariatric surgery in patients with morbid obesity and type 2 diabetes can restore euglycemia and normal AIR to IV glucose tolerance test (IVGTT). We studied 25 morbidly obese patients, 12 with type 2 diabetes (DM), 5 with impaired glucose tolerance (IGT) and 8 with normal glucose tolerance (NGT) prior to and after a biliopancreatic diversion with Roux-en-Y gastric bypass (BPD with RYGBP). Twelve subjects with normal BMI served as controls. Twelve months after surgery in the DM group, BMI decreased from 53.2 + 2.0 to 29.2 + 1.7 kg/m², fasting glucose decreased from 9.5 ± 0.83 to 4.5 ± 0.13 mmol/l (mean ± SE) and fasting insulin from 168.4 ± 25.9 to 37.7 ± 4.4 pmol/l (p<0.001). AIR, the mean of insulin concentration at 2, 3 and 5 minutes over basal in the IVGTT, increased by 770% and 935% at 3 and 12 months after surgery, respectively (from 24.0 ± 22.7 pmol/l, to 209 ± 43.4 and 248 ± 33.1 pmol/l respectively) (p<0,001). Conversely, in the NGT group, the increased AIR decreased by 40.5% (from 660 ± 60 to 393 ± 93 pmol/l) (p=0.027), 12 months after surgery. BPD with RYGBP performed in morbidly obese patients with type 2 diabetes leads to significant weight loss, euglycemia and normal insulin sensitivity, but most importantly, restores a normal β-cell AIR to glucose and a normal relationship of AIR for insulin sensitivity. This is the first study, which demonstrates that the lost glucose-induced AIR, in patients with type 2 diabetes of mild or moderate severity, is a reversible abnormality. Restoration of euglycemia and normal insulin sensitivity are basal preconditions for the reappearance of normal acute insulin response to glucose.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
14

Γιαννίκος, Λάμπρος. "Συμβολή στη μελέτη διαφόρων μεθόδων λαπαροσκοπικής στειροποίησης στη γυναίκα." Thesis, 1994. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2847.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
15

Ποταμίτης, Νίκος. "Η αστάθεια του ώμου και η αντιμετώπισή της." Thesis, 1999. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2948.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
16

Φερέτης, Διονύσιος. "Αυξημένη οπίσθια μετάθεση του έξω ορθού μυ για την αντιμετώπιση αποκλίνοντος στραβισμού γωνίας 15δ έως 20δ." Thesis, 1995. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3079.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
17

Κεχαγιάς, Ιωάννης. "Οριοθέτηση στη διάγνωση και θεραπεία της σοβαρής και οξείας παγκρεατίτιδας και των επιπλοκών της βελτιώνει τη νοσηρότητα και θνητότητα." Thesis, 2000. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3095.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
18

Κουρελέας, Σωτήριος. "Ενδοτοξιναιμία και βακτηριακή μετακίνηση σε πειραματικό αποφρακτικό ίκτερο. Δυνατότητες αναστολής του φαινομένου με χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών." Thesis, 2002. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3096.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
19

Πάτσαλος, Χριστάκης. "Συγκριτική μελέτη τεχνικών λαπαροσκοπικών απολινώσεων και διάφορων τύπων ραμμάτων." Thesis, 2001. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3071.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
20

Κουρτζής, Νικόλαος. "Μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα των μεθόδων αντιμετώπισης των καταγμάτων της διάφυσης της κνήμης ανάλυση 360 καταγμάτων." Thesis, 1992. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3093.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
21

Ευθυμίου, Βασίλειος. "Η επίδραση της απώλειας βάρους, μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση, στην ποιότητα ζωής σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία." Thesis, 2015. http://hdl.handle.net/10889/8607.

Full text
Abstract:
Όπως φαίνεται από τα ερευνητικά δεδομένα, η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των συγχρόνων κοινωνιών, καθώς αυτή αποτελεί μια προδιαθεσική κατάσταση και έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαφόρων παθήσεων. Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρδιοαγγειακής νόσου, σακχαρώδη διαβήτη, διαφόρων μορφών καρκίνου και άλλων χρόνιων παθήσεων όπως οστεοαρθρίτιδας, νόσων του ήπατος και των νεφρών, υπνικής άπνοιας, ουρικής αρθρίτιδας, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και κατάθλιψης. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της δίαιτας, της άσκησης και της φαρμακευτικής αγωγής στην μείωση του σωματικού βάρους παραμένουν σχετικά πτωχά, έως αναποτελεσματικά. Η βαριατρική χειρουργική είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την παχυσαρκία και συνιστάται για όλους τους ασθενείς με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 (νοσογόνος παχυσαρκία) και για όσους έχουν ΒΜΙ ≥35 kg/m2 οι οποίοι παρουσιάζουν και συμπαρομαρτούσες διαταραχές, οι οποίες αποτελούν συννοσηρότητα της παχυσαρκίας, έπειτα από αποτυχία άλλων θεραπευτικών προσπαθειών, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες είναι τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικές. Η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε στην Χειρουργική Κλινική του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, μεταξύ του Οκτωβρίου του 2008 και του Απριλίου του 2010. Το δείγμα των ασθενών της μελέτης αποτελούσαν 80 διαδοχικοί ασθενείς (50 γυναίκες και 30 άνδρες), οι οποίοι εισήχθησαν στην χειρουργική κλινική για να υποβληθούν σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς ενημερώθηκαν για την μελέτη προτού υποβληθούν στην χειρουργική επέμβαση, και συμφώνησαν να λάβουν μέρος σε αυτή. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την ποιότητα ζωής (HRQOL) και την σεξουαλική λειτουργικότητα (SF), πριν και μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Η ποιότητα ζωής είναι μια πολυδιάστατη έννοια η οποία περιλαμβάνει τομείς που σχετίζονται με την φυσική (σωματική), ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου. Η ποιότητα ζωής (HRQOL), εκφράζει τον αντίκτυπο που έχει μια νοσηρή κατάσταση ή μια θεραπευτική αγωγή, στην αίσθηση σωματικής και ψυχικής ευεξίας του ατόμου και στην καθημερινή προσωπική και κοινωνική του ζωή. Η σεξουαλικότητα είναι μια εξίσου σημαντική παράμετρος της ανθρώπινης ευεξίας και ευημερίας. Παρουσιάζει αμφιδρομη αλληλεπίδραση με την ψυχική υγεία και με την ποιότητα ζωής. Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η παχυσαρκία επιδρά αρνητικά στην σεξουαλική ζωή του ατόμου. Σχετίζεται με σεξουαλική δυσλειτουργία στις παχύσαρκες γυναίκες και με στυτική δυσλειτουργία και γενικότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στους παχύσαρκους άνδρες. Αυτό καθιστά πλέον αναγκαία την εκτίμηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας, όταν αξιολογούμε την αποτελεσματικότητα των διαφόρων θεραπειών για την παχυσαρκία. Όλοι οι ασθενείς που αποδέχθηκαν την συμμετοχή τους στην μελέτη συμπλήρωσαν το SF-36 ερωτηματολόγιο για την εκτίμηση της HRQOL. Η σεξουαλική λειτουργικότητα εκτιμήθηκε με το δείκτη γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας (FSFI-Female Sexual Function Index), για τις γυναίκες και με το Διεθνή Δείκτη της στυτικής λειτουργίας ( IIEF -International Index of Erectile Function), για τους άνδρες. Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια με την συνδρομή ενός ατόμου από την ερευνητική ομάδα, το οποίο καθοδηγούσε τους ασθενείς για να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των ερωτηματολογίων και να διευκρινίσει τυχόν ασάφειες στις ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν οι ίδιοι οι ασθενείς, πρόσφερε βοήθεια όπου χρειαζόταν και έλεγχε για τυχόν παραλείψεις στην απάντηση των ερωτήσεων . Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια πριν το χειρουργείο(Τ1), καθώς και 1 μήνα(Τ2), 6 μήνες(Τ3) και 1 χρόνο(Τ4) μετά το χειρουργείο. Κοινωνικο-δημογραφικά δεδομένα συλλέχτηκαν που συμπεριλάμβαναν την ηλικία, το φύλο, την χρήση καπνού, το μορφωτικό επίπεδο καθώς και την οικογενειακή κατάσταση. Η παρουσία συμπαρομαρτούντων παθολογικών καταστάσεων διαπιστώθηκε από τα ιστορικά των ασθενών. Οι γυναίκες ερωτήθηκαν και για την γυναικολογική τους κατάσταση (για τον αν είχαν κανονικό ή ακανόνιστο κύκλο ή αν ήταν μετεμμηνοπαυσιακές). Η μελέτη εγκρίθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Νοσοκομείου και όλοι οι ασθενείς έδωσαν την έγγραφη ενημερωμένη συγκατάθεσή τους πριν την είσοδό τους στην μελέτη. Όλοι οι ασθενείς ήταν κατάλληλοι για βαριατρική χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με τις υφιστάμενες ενδείξεις. Η σοβαρότητα της παχυσαρκίας μετρήθηκε με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) σε Kg βάρους σώματος διηρημένα με το ύψος του ατόμου σε μέτρα εις το τετράγωνο (kg/m2). Ενήλικες με ΒΜΙ ≥25kg/m2 θεωρούνται υπέρβαροι, με ΒΜΙ ≥30 kg/m2 θεωρούνται παχύσαρκοι και με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 ως πάσχοντες από νοσογόνο παχυσαρκία (νοσηρά παχύσαρκοι). Το είδος της χειρουργικής επέμβασης που εφαρμόσθηκε σε κάθε ασθενή βασίστηκε σε ειδικά χειρουργικά κριτήρια σύμφωνα με χειρουργικό πλάνο το οποίο εφαρμόζεται στην χειρουργική κλινική. Σύμφωνα με αυτό, ασθενείς με ΒΜΙ ≥50 kg/m2 υπεβλήθησαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y διαμόρφωση,όπως τροποποιήθηκε στο κέντρο μας (BPD), ενώ ασθενείς με ΒΜΙ<50kg/m2 υποβλήθηκαν σε γαστρικό bypass με μακρές έλικες (RYGBP-LL), ή επιμήκη γαστρεκτομή (SG), ανάλογα με τις συνυπάρχουσες νοσηρότητες και τις διαιτητικές συνήθειες. Αποτελέσματα Η στατιστική ανάλυση έδειξε μια σημαντικού βαθμού μείωση του ΒΜΙ με πάροδο του χρόνου(p<0,001). Όλοι οι τομείς της σεξουαλικής λειτουργίας βελτιώθηκαν μεταξύ του Τ1 και Τ4, με μόνη εξαίρεση την ανδρική οργασμική λειτουργία. Όλοι οι τομείς της HRQOL βελτιώθηκαν και αυτή η βελτίωση έφθασε στο μέγιστο επίπεδο ανάμεσα από το Τ2 και Τ3 χρονικό διάστημα. Το βασικό επίπεδο της HRQOL (Τ1), βρέθηκε να συσχετίζεται σημαντικά με την βελτίωση όλων των τομέων της HRQOL μετεγχειρητικά και η μείωση του ΒΜΙ βρέθηκε να συσχετίζεται μόνον με την βελτίωση στις βαθμολογίες στους τομείς του σωματικού ρόλου, του σωματικού πόνου και της ψυχικής υγείας. Τα βασικά επίπεδα της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης, αποτελούσαν ανεξάρτητο στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την βελτίωση μετεγχειρητικά της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης και στα δύο φύλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η σωματική λειτουργία, η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, και η γενική υγεία, βελτιώθηκαν όλα με την πρόοδο του χρόνου. Ο σωματικός ρόλος βελτιώθηκε με την πρόοδο του χρόνου και τελικά οι πορείες του συναισθηματικού ρόλου, και της ψυχικής υγείας, ακολούθησαν τις ίδιες τάσεις. Τα αποτελέσματα για κάθε ηλικία και φύλο ήταν στατιστικά παρόμοια. Η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκε 1 χρόνο μετά την βαριατρική χειρουργική επέμβαση και στους άνδρες και στις γυναίκες. Όλοι οι δείκτες συνηγορούν για το ότι η HRQOL και η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν μετά το χειρουργείο σε σύγκριση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν προ του χειρουργείου . Συμπεράσματα Η Βαριατρική χειρουργική συνοδεύεται από σημαντικού βαθμού μείωση του σωματικού βάρους (ΒΜΙ) και βελτίωση στην ποιότητα ζωής (HRQOL) και στην σεξουαλική λειτουργικότητα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Ο μεγαλύτερος βαθμός βελτίωσης παρατηρήθηκε ανάμεσα από τον 1 και 6 μήνες μετεγχειρητικά. Η βελτίωση στην HRQOL και στην σεξουαλική λειτουργικότητα συσχετιζόταν σημαντικά με τα βασικά προεγχειρητικά επίπεδα αυτών, ενώ η μείωση του ΒΜΙ συσχετιζόταν σημαντικά με βελτίωση μόνο σε 3 τομείς της HRQOL. Η τιμή του ΒΜΙ προεγχειρητικά συσχετιζόταν αντίστροφα με την επακόλουθη βελτίωση στην σωματική λειτουργικότητα και στο επίπεδο του σωματικού πόνου 1 χρόνο μετεγχειρητικά.
Obesity is considered one of the most relevant problems of modern societies, as it constitutes a predominant risk factor in the development of various diseases. Obesity is a significant risk factor for cardiovascular disease (CVD) and diabetes, for cancer and chronic diseases, including osteoarthritis, liver and kidney disease, sleep apnea and depression. The long term effects of diet, exercise and medical therapy on weight are relatively poor. Bariatric surgery is the most effective treatment for obesity and is considered for all patients with BMI more than 40 kg/m2 and for those with a BMI of more than 35 kg/m2 with concomitant obesity related conditions, after failure of other options as dietary, lifestyle and drug administration, which are often ineffective. The current study was conducted in the Department of Surgery of the University of Patras Medical School, between October 2008 and April 2010. Our sample are 80 (30 men and 50 women) patients who admitted in the Surgery Clinic to undergo a Bariatric Operation.The patients were approached before the operation and invited to take part in the study. The purpose of the study was to measure the Health related quality of life and Sexual functioning, before and after a Bariatric surgery in patients with morbid obesity. Health-related quality of life (HRQOL) is a multi-dimensional concept that includes domains related to physical, mental, emotional and social functioning. HRQOL focuses on the impact of a disease or a medical treatment, on one’s physical and mental wellbeing and on his every day private and social life. Sexuality is an equally important aspect of human well-being and prosperity. Sexual functioning interacts and influences the mental health and the quality of life. The research results show that obesity negatively affects the sexual quality life of the individual, associated with sexual dysfunction in obese women and with erectile dysfunction and general sexual dysfunction in obese men. This makes it necessary to assess sexual functioning when evaluating the effectiveness of several treatments for obesity. All the patients who accepted, were administered the questionnaires accessing Health related quality of life as the sort form 36 questionnaire (SF36). Sexual Functioning was estimated by the Female Sexual function Index (FSFI) for the women, and the International Index of Erectile Function (IIEF) for the men. Patients were administered the questionnaires by a member of our research team who offered assistance when needed and checked the answers for omissions. The patients completed the questionnaires before the operation and 1 month, 6 months and 1 year after the weight loss operation. Sociodemographic data were elicited including age, gender, smoking, educational level and marital status. Comorbidities information was obtained from the hospital charts. The women asked for their gynecological status. If the cycle was regular, irregular or if they were after menopausal. The study protocol was approved by the Institutional Review Board of The University Hospital of Patras, and all participants gave written inform consent before study entry. All the patients were eligible for bariatric operation according the indications for bariatric surgery. The severity of obesity was measured by the B.M.I. (kg/m2). Adults with BMI >25 kg/m2 are overweight, >30 kg/m2 are obese and >40 kg/m2 are considered morbidly obese. The type of procedure performed, was based on specific selection criteria according to an algorithm developed in our center, whereby patients with body mass index (BMI) over 50 kg/m2 undergo biliopancreatic diversion with RYGB (BPD-RYGB) as modified in our center, while patients with BMI under 50 kg/m2 undergo RYGB with long limb (RYGB-LL) or Sleeve Gastrectomy (S.G.), depending on comorbidities and eating habits. RESULTS: Body mass index (BMI) significantly decreased over time (p<0.001). Apart from male orgasm, all sexual functioning components as well as all SF-36 sub-scales improved between T1 and T4. The maximum improvement was observed between T2 and T3. Baseline HRQOL scores correlated with postoperative improvement in all HRQOL components. BMI improvement was correlated with improvement in role physical, bodily pain and mental health scores. Baseline total sexual satisfaction score independently predicted total satisfaction improvement in both genders. The basic levels of total sexual satisfaction (T1-Total Satisfaction score) were independent significant predictor for postoperative improvement in overall sexual satisfaction in both sexes. The results showed that Physical Function,Vitality, the Bodily Pain, and General Health, all improved with the progress of time. The Role Physical improved over time, and finally the improvement in Role Emotional, and Mental Health, followed the same trends. The results for each age and sex were statistically similar. Sexual quality of life improved 1 year after bariatric surgery, in both men and women. All indicators suggest that HRQOL and sexual quality of life improved postoperatively compared to the levels before surgery. CONCLUTIONS The Bariatric surgery accompanied by a significant degree of reduction in body weight (BMI) and improvement in quality of life (HRQOL) and sexual function in patients with morbid obesity. The greatest degree of improvement was observed between the 1 and 6 months postoperatively. The improvement in HRQOL and sexual function correlated significantly with basic preoperative levels of these, while the reduction in BMI was associated with significant improvement in only three aspects of HRQOL. The baseline levels of BMI was reversely significant associated with postoperatively improvement in physical functioning and bodily pain aspects of HRQOL, 1 year postoperatively.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
22

Σκριβιλιωτάκης, Σπύρος. "Κλινική μελέτη του γ-NAIL και του κοχλιωτού ολισθαίνοντα ήλου στην αντιμετώπιση των καταγμάτων της περιοχής των τροχαντήρων. Στοιχεία εμβιομηχανικής γ-NAIL." Thesis, 1995. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2825.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
23

Στάση, Καλλιόπη. "Μελέτη των υποδοχέων νευροδιαβιβαστών στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στον εγκέφαλο γενετικών μοντέλων νευροεκφυλιστικών νόσων: επίδραση της εμφύτευσης εμβρυικών νευρώνων." Thesis, 2001. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2844.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
24

Ζουμπούλης, Παναγιώτης. "Ολική αρθροπλαστική ισχίου χωρίς τσιμέντο υπολογιστικός προεγχειρητικός σχεδιασμός (CAD/CAE) και ποσοτικός προσδιορισμός της περιπροσθετικής οστικής αναγέννησης και ανακατασκευής με τη χρήση Q-Spect." Thesis, 2000. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3089.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
25

Κρουσταλλάκης, Γεώργιος. "Υπερέχει η ασφαλιζόμενη ενδομυελική ήλωση έναντι των άλλων μεθόδων αντιμετώπισης των καταγμάτων της διάφυσης του μηριαίου." Thesis, 1997. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3092.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
26

Κατσένης, Δημήτριος. "Η εφαρμογή των κυκλικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην αντιμετώπιση των υψηλής ενέργειας καταγμάτων του άνω πέρατος της κνήμης." 2003. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/359.

Full text
Abstract:
Πέρασαν εκατό πενήντα χρόνια από την πρώτη αναφορά – Tsamahyn 1852- στα κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων και η θεραπεία τους εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τον ορθοπαιδικό. Στις ενδαρθρικές κακώσεις υψηλής ενέργειας του άνω πέρατος της κνήμης, οι περισσότεροι συγγραφείς αναγνώρισαν πολύ γρήγορα τον συνοδό τραυματισμό όλων σχεδόν των ενδαρθρικών και εξωαρθρικών ανατομικών δομών του γόνατος με συνέπεια ολόκληρο το φάσμα των συντηρητικών και χειρουργικών θεραπευτικών μέσων να έχει προταθεί κατά καιρούς. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η θεραπευτική προσέγγιση των σύνθετων αυτών τραυματισμών μέσα από τις αρχές της ΑΟ (ανοιχτή ανάταξη-εσωτερική οστεοσύνθεση) αποτελούσε τη κύρια επιλογή των περισσότερων ορθοπαιδικών. Σύντομα όμως, η μέθοδος αυτή ενοχοποιήθηκε για μεγάλο αριθμό σοβαρών επιπλοκών με αποτέλεσμα καινούργιες εναλλακτικές λύσεις να αναζητηθούν. Η εφαρμογή των αρχών Ilizarov στην αντιμετώπιση σύνθετων καταγμάτων άρχισε να διαδίδεται στη Δυτική Ορθοπαιδική Κοινότητα στα μέσα του 1980 και στις αρχές του 1990 οι πρώτες εργασίες σχετικά με τη χρήση του συστήματος Ilizarov στα κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων εμφανίσθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία. Με βάση τα δεδομένα αυτά, από το 1992 αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τα κυκλικά και στη συνέχεια τα υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης για την αντιμετώπιση των καταγμάτων τύπου V και VI κατά Schatzker με στόχο αρχικά τη μείωση της αυξημένης νοσηρότητας της παραδοσιακής επεμβατικής μεθόδου της ανοιχτής ανάταξης και εσωτερικής οστεοσύνθεσης. Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι η αξιολόγηση των κλινικών και ακτινογραφικών αποτελεσμάτων, η ανεύρεση των πλεονεκτημάτων αλλά και των μειονεκτημάτων και τέλος η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με την εφαρμογή των κυκλικών και υβριδικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην αντιμετώπιση ολόκληρης της παθολογίας των σύνθετων αυτών τραυματισμών. Τα κύρια χαρακτηριστικά της μεθόδου είναι η κλειστή ή περιορισμένη ανοιχτή ανάταξη, η συγκράτηση των οστέινων τεμαχίων με λεπτές λείες βελόνες με ή χωρίς ελαία, η προσαρμογή τους σε κυκλικούς δακτυλίους, και τέλος η διάταση των βελονών που από εύκαμπτα υλικά τα μετατρέπει σε ιδιαίτερα άκαμπτα ικανά να προσφέρουν την απαραίτητη συγκράτηση ώστε να ευοδωθεί η πώρωση του κατάγματος. Από το 1992 μέχρι το 2001 αντιμετωπίσαμε 82 κατάγματα τύπου V και VI κατά Schatzker. Όλα τα κατάγματα ήταν συνέπεια υψηλής ενέργειας κακώσεως ενώ 27 (33%) από αυτά ήταν ανοιχτά. Σύνθετος τραυματισμός με βάση τη ταξινόμηση Tscherne-Lobenhoffer καταγράφηκε σε 68(83%) κατάγματα. Η μέθοδος εφαρμόσθηκε κλειστά με τη χρήση των αρχών της συνδεσμόταξης σε 42 (51%) κατάγματα. Πρόσθετη εσωτερική οστεοσύνθεση τοποθετήθηκε σε 62(75.6%) κατάγματα. Τριάντα κυκλικά και πενήντα δύο υβριδικά συστήματα χρησιμοποιήθηκαν, ενώ επέκταση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης κεντρικά της άρθρωσης κρίθηκε αναγκαία σε 42(51%) κατάγματα. Ο μέσος χρόνος μετεγχειρητικής παρακολούθησης ήταν 41.3(από 11 μέχρι 88) μήνες. Για τον καθορισμό της πώρωσης του κατάγματος χρησιμοποιήθηκαν κλινικά και ακτινογραφικά ευρήματα. Πλήρης φόρτιση του σκέλους χωρίς πόνο, με ακτινογραφική εξαφάνιση της γραμμής του κατάγματος, και εμφανή διέλευση των 131 συστημάτων δοκιδώσεως δια του κατάγματος απετέλεσαν τα κριτήρια για τον καθορισμό της πλήρους επούλωσης της οστικής βλάβης. Η πώρωση χαρακτηρίσθηκε σαν καθυστερημένη όταν δεν είχε ολοκληρωθεί μετά την διέλευση 20 εβδομάδων. Τέλος, η διαδικασία επούλωσης του οστίτη ιστού κρίθηκε ως μη ολοκληρωθείσα μετά την παρέλευση 32 εβδομάδων. Για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το σύστημα αξιολογήσεως των Honkonen και Jarvinen, το οποίο συνεκτιμά την υποκειμενική γνώμη του ασθενούς, με το τελικό κλινικό, λειτουργικό και ακτινογραφικό αποτέλεσμα. Επιτυχής ακτινογραφική και κλινική πώρωση του κατάγματος επετεύχθη σε 69 (84%) από τα 82 κατάγματα, σε μέση χρονική διάρκεια 14.5 εβδομάδων (από 12 μέχρι 20 εβδομάδες). Η μέση χρονική διάρκεια που παρέμεινε η εξωτερική οστεοσύνθεση ήταν 16 εβδομάδες (από 13 μέχρι 30 εβδομάδες), η δε μέση χρονική διάρκεια της μηρο - κνημιαίας επέκτασης ήταν έξι εβδομάδες (από 4 μέχρι 6). Περίπου 58% των καταγματιών στη τελευταία κλινική και ακτινογραφική εξέταση είχαν άριστο ή καλό αποτέλεσμα. Η ακτινογραφική εικόνα όμως δεν συμβάδιζε πάντοτε με το κλινικό ή λειτουργικό αποτέλεσμα. Σε οκτώ κατάγματα (10%) παρατηρήθηκε καθυστερημένη πώρωση αλλά τελικά η επούλωση του κατάγματος ολοκληρώθηκε σε μέση χρονική διάρκεια 22 εβδομάδες (από 20 μέχρι 30 εβδομάδες) χωρίς να χρειασθεί πρόσθετη χειρουργική επέμβαση. Επιπολής φλεγμονή του χειρουργικού τραύματος παρατηρήθηκε σε 4 ασθενείς (5%). Όλες υποχώρησαν πλήρως με τη λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Επιφανειακές φλεγμονές στα σημεία εισόδου ή εξόδου των βελονών παρατηρήθηκαν σε 15(18.3%) ασθενείς. Όλες εκτός από μια υποχώρησαν με τη λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Δεν χρειάσθηκε να αφαιρέσουμε ή να αντικαταστήσουμε κάποια από τις βελόνες. Έξι ασθενείς (7.3%) με κλινική και εργαστηριακή διάγνωση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς με θεραπευτική αντιπηκτική αγωγή. Πέντε ασθενείς (6%) με κλινική και εργαστηριακή διάγνωση πνευμονικής εμβολής έλαβαν θεραπευτική αγωγή και η νόσος λύθηκε απρόσκοπτα σε όλες τις περιπτώσεις. Επτά ασθενείς(8.5%) μετά την αφαίρεση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης παρουσίασαν μη ικανοποιητική κινητικότητα της άρθρωσης. Πέντε υποβλήθηκαν σε κλειστή κινητοποίηση του γόνατος με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ένας ασθενής υποβλήθηκε σε ανοιχτή αρθρόλυση. Τέλος, ένας ασθενής παρέμεινε με πτωχή κινητικότητα της άρθρωσης. Σε τρία κατάγματα καταγράφηκε ανεπιτυχής πώρωση. Και τα τρία κατάγματα παρουσίασαν μη αποδεκτή ραιβοποίηση του μεταφυσιαίου τμήματος της κνήμης. Ένα κλειστό κάταγμα τύπου VI κατά Schatzker κατέληξε σε σηπτική ψευδάρθρωση του διαφυσιακού τμήματος του κατάγματος. Τέλος, δύο ασθενείς μετά την αφαίρεση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης παρέμειναν με πάρεση του περονιαίου νεύρου. Η στατιστική μελέτη κατέδειξε στατιστικά σημαντική επιδείνωση της μετατραυματικής αρθρίτιδας με τη πάροδο του χρόνου. Δεν καταγράφηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό αποτέλεσμα και το τύπο του κατάγματος. Η γεφύρωση της άρθρωσης σχετίσθηκε με καλύτερα αποτελέσματα όχι όμως με στατιστικά σημαντική διαφορά. Σύμφωνα με τους περισσότερους συγγραφείς ο τελικός στόχος της θεραπείας των καταγμάτων των κνημιαίων κονδύλων θα πρέπει να είναι ένα ανώδυνο, σταθερό γόνατο, καλώς ελεγχόμενο από το μυϊκό σύστημα, με λειτουργική κινητικότητα, και χωρίς προδιαθεσικούς παράγοντες που μελλοντικά να ευνοούν την ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας. 132 Οι συνθήκες που θα πρέπει να εκπληρωθούν ώστε να οδηγηθούμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα είναι η ικανοποιητική ανάταξη του κατάγματος και της αρθρικής επιφάνειας, η σταθερή οστεοσύνθεση, η πώρωση του κατάγματος, η αποκατάσταση της σταθερότητας της άρθρωσης, η αποφυγή πρόσθετης- ιατρογενούς προελεύσεως – βλάβης των οστικών και μαλακών ιστών της άρθρωσης, η ταυτόχρονη και επιτυχής θεραπεία των συνοδών βλαβών, και τέλος η ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Η ποικιλία των χειρισμών ανατάξεως που προσφέρουν τα κυκλικά και υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης είναι μοναδική. Η προσαρμοστικότητά τους σε κάθε τρισδιάστατη παρεκτόπιση ακόμη και των μικρών οστέινων τεμαχίων σε συνδυασμό με την δυνατότητα που προσφέρουν για μετεγχειρητική διόρθωση της ανατάξεως μετατρέπει ουσιαστικά την εφαρμογή τους σε τετραδιάστατη. Σύμφωνα με τις αρχές της ΑΟ, στα κατάγματα τύπου VI κατά Schatzker είναι απαραίτητη η χρήση δύο πλακών οστεοσύνθεσης, ενώ σε ιδιαίτερα συντριπτικά και ασταθή κατάγματα η χρήση τριών ή και τεσσάρων πλακών έχει περιγραφεί. Ακόμη και έτσι όμως, η οστεοσύνθεση αυτή δεν κρίνεται επαρκής για την συγκράτηση των μικρών οστικών τεμαχίων, ιδιαίτερα σε οστεοπορωτικά οστά, και πολλοί συγγραφείς προτείνουν τη μετεγχειρητική προστασία του κατάγματος με γύψινους ή λειτουργικούς κηδεμόνες. Ο Watson συγκρίνοντας με μηχανικές μελέτες την επάρκεια της σταθεροποίησης ενός διακονδύλιου κατάγματος άνω πέρατος κνήμης, είτε με διπλή πλάκα οστεοσύνθεσης είτε με τρεις βελόνες διατάσεως προσαρμοσμένες σε κυκλικό δακτύλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και τα δύο συστήματα οστεοσύνθεσης προσφέρουν παρόμοια σταθερότητα. Χρησιμοποιώντας τα κυκλικά και υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης τα μικρά οστικά τεμάχια μπορούν να συγκρατηθούν με της μικρής διαμέτρου(1.5 χιλιοστά) βελόνες διατάσεως, ενώ το σπογγώδες μεταφυσιακό οστό να υποστηριχθεί επαρκώς, ακόμη και σε οστεοπορωτικά άτομα, μετατρέποντας έτσι λίαν ασταθή κατάγματα με μεγάλη συντριβή τη αρθρικής επιφάνειας, σημαντική εμβύθιση του σπογγώδους μεταφυσιακού οστού, και έλλειμμα της μεταφυσιοδιαφυσιακής περιοχής σε σταθερά. Σε ιδιαίτερα συντριπτικά κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων, το δυνητικά ασταθές σύμπλεγμα εξωτερική οστεοσύνθεση – οστό μπορεί να μετατραπεί σε σταθερό με την επέκταση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης στο περιφερικό άκρο του μηριαίου. Η γεφύρωση της άρθρωσης προσφέρει ένα είδος εξωτερικής ναρθηκοποίησης του κατάγματος παρέχοντας επιπλέον σταθερότητα για να ευοδωθεί η πώρωση του κατάγματος. Στη σειρά αυτή 38(46%) κατάγματα αναγνωρίσθηκαν με εκτεταμένη συντριβή της αρθρικής επιφάνειας και/ή έλλειμμα του μεταφυσιακού οστού και/ή εκτεταμένο μεταφυσιοδιαφυσιακό διαχωρισμό. Σε 29 από τα δυνητικά ασταθή αυτά κατάγματα υπήρξε γεφύρωση της άρθρωσης για επιπλέον σταθερότητα του συστήματος οστεοσύνθεσης. Σε κανένα από αυτά τα κατάγματα δεν καταγράφηκε μετεγχειρητική απώλεια της ανάταξης. Αντίθετα με την αρκετά συχνή ατελή πώρωση που παρατηρείται σε διορθωτικές οστεοτομίες του άνω πέρατος της κνήμης, ψευδάρθρωση μετά από κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων δεν εμφανίζεται συχνά. Ο μέσος χρόνος πώρωσης στη σειρά αυτή είναι 14.5 εβδομάδες, διάρκεια που συγκρίνεται θετικά με άλλες παρόμοιες μελέτες. Δεν καταγράφηκε άσηπτη ψευδάρθρωση παρά το γεγονός ότι οκτώ κατάγματα (10%) χρειάσθηκαν πάνω από 20 εβδομάδες μέχρι να οδηγηθούν σε ασφαλή επούλωση. Η ιδιομορφία της προτεινόμενης μεθόδου επιτρέπει στον χειρουργό να εξατομικεύσει την χειρουργική προσπέλαση ανάλογα με την μορφολογική ιδιαιτερότητα του κατάγματος. Μικρές ή μεγαλύτερες προσπελάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν με 133 σεβασμό στην ακεραιότητα των μαλακών ιστών του περιοστέου και των μικρών οστέινων τεμαχίων παράγοντες που ευνοούν τη πώρωση και μειώνουν το ποσοστό μετεγχειρητικής φλεγμονής. Η μετεγχειρητική σταθερότητα της άρθρωσης του γόνατος αποτελεί έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του αποτελέσματος, τόσο άμεσα μετεγχειρητικά όσο και μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τον Marsh το τελικό λειτουργικό αποτέλεσμα σχετίζεται περισσότερο με το βαθμό σταθερότητας του γόνατος παρά με την ανάταξη της αρθρικής επιφάνειας. Η αστάθεια της άρθρωσης μπορεί να οφείλεται είτε σε υπολειπόμενη οστική παρεκτόπιση είτε σε συνυπάρχουσα συνδεσμική βλάβη. Στη συγκεκριμένη μελέτη καθήλωση του συνδέσμου και γεφύρωση της άρθρωσης έγινε όταν υπήρχε σημαντική παρεκτόπιση του οστικού τεμαχίου ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις προτιμήθηκε η ναρθηκοποίηση της άρθρωσης δια της διαρθρικής επέκτασης της εξωτερικής οστεοσυνθέσεως. ‘Όταν η ρήξη των συνδεσμικών στοιχείων αφορούσε τη μάζα τους δεν έγινε προσπάθεια να αποκατασταθεί σε πρώτο χρόνο. Στη τελευταία μετεγχειρητική εξέταση 76 γόνατα (92%) βρέθηκαν σταθερά ή με αστάθεια πρώτου βαθμού. Απώλεια έκτασης μικρότερη από 5 μοίρες πέτυχαν 67 ασθενείς (82%) ενώ λειτουργική (μεγαλύτερη από 90 μοίρες) κάμψη παρατηρήθηκε σε 79 ασθενείς (99%). Τα αποτελέσματα αυτά είναι σαφώς καλύτερα από τα αντίστοιχα του Gaudinez που χρησιμοποιώντας την ίδια θεραπευτική διαδικασία για παρόμοια υψηλής ενέργειας κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων πέτυχε μέσο εύρος μετεγχειρητικής κίνησης τις 85 μοίρες (από -8 μοίρες έκταση μέχρι 100 μοίρες κάμψη) και ελαφρώς καλύτερα από τα αποτελέσματα της σειράς του Raikin όπου όλοι οι ασθενείς - πλην ενός- πέτυχαν μετεγχειρητική κίνηση του γόνατος από –5 μοίρες μέχρι 106 μοίρες. Οι επιπλοκές που παρατηρήθηκαν στη μελέτη αυτή είναι λιγότερες σε αριθμό και σοβαρότητα από τη συμβατική μέθοδο. Η πλέον σοβαρή επιπλοκή που αναφέρεται στη βιβλιογραφία είναι η σηπτική αρθρίτιδα που όμως δεν είχαμε στη δική μας μελέτη. Ένα κάταγμα που κατέληξε σε σηπτική ψευδάρθρωση αποτελεί πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με τη παραδοσιακή συμβατική μέθοδο που το ποσοστό ανεβαίνει μέχρι και 50%. Οι κακώσεις υψηλής ενέργειας του άνω πέρατος της κνήμης προκαλούν σύνθετες βλάβες των οστέινων και μαλακών ιστών της περιοχής του γόνατος. Η βαρύτητα του αρχικού τραυματισμού σε συνδυασμό με τη θεραπευτική αντιμετώπιση καθορίζουν τη τελική έκβαση. Ο σεβασμός της βιολογικός ακεραιότητας των μαλακών ιστών του γόνατος, η ικανοποιητική ανάταξη του κατάγματος, η σταθερή συγκράτησή του, η επιτυχής θεραπεία των συνοδών τραυματισμών, η αποκατάσταση της σταθερότητας της άρθρωσης, η γρήγορη κινητοποίηση του καταγματία και η ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών επιπλοκών αποτελούν τις συνθήκες εκείνες που θα πρέπει να εκπληρωθούν για την επίτευξη ικανοποιητικού τελικού αποτελέσματος. Η μέθοδος των κυκλικών και υβριδικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης προσφέρει μια πολύπλευρη προσέγγιση των δύσκολων αυτών καταγμάτων οδηγώντας σε ικανοποιητικά αποτελέσματα αναλογικά με τη βαρύτητα του αρχικού τραυματισμού. Παρά τα βραχύ- και μακροπρόθεσμα ικανοποιητικά κλινικά αποτελέσματα που επετεύχθησαν με την εφαρμογή της μεθόδου ένας μεγάλος αριθμός των καταγμάτων αυτών θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αναπτύξει μετατραυματική εκφυλιστική αρθρίτιδα.
Despite the fact that, the first paper on tibial plateau fractures was published by Tsamahyn in 1852, their treatment remains a challenge for the orthopaedic surgeon. Most authors recognized very soon that there is a strong association between the high energy tibial plateau fractures and coexisting lesions of the majority of intra- and extra articular tissues of the knee area, and subsequently, almost all the spectrum of conservative and surgical means have been applied for their treatment. From early ‘60s until late ‘80s, the most common treatment approach to these injuries was open reduction and internal fixation based on AO principles. However, this treatment was condemned with severe complications and alternative options were required. In mid ‘80s, the application of Ilizarov method for the treatment of complex fractures began to spread in Western Orthopaedic Community, and in beginning ‘90s the first reports on the treatment of tibial plateau fractures by Ilizarov technique appeared on the literature. Based on these preliminary reports, we started in 1992 to use the ring and hybrid external fixators for the treatment of Schatzker type V and VI fractures, aiming mainly to the elimination of the increased morbidity of the traditional method. The purpose of this study is to evaluate the clinical and radiological results, to identify the advantages and disadvantages of the method and finally to draw useful conclusions for the application of the ring and hybrid fixators in the treatment of the entire pathology of these injuries. The main characteristics of the method are the closed or limited open reduction, the stabilization of the fragments with smooth wires- with or without olive - the adjustment of the wires to circular rings and finally the tensioning of the flexible wires which converts them to rigid wires capable to withstand the interfragmental forces and lead to fracture healing. From 1992 until 2001 we treated 82 Schatzker type V and VI. All fractures were caused by a high energy impact, and 27(33%) were open. Complex injury based on Tscherne-Lobenhoffer classification was recorded in 68(83%) fractures. Using the principles of ligamentotaxis the treatment was applied by closed means in 42(51%) fractures. Additional internal fixation was added in 42(51%) fractures. We used thirty ring and fifty two hybrid fixators. Extension of the external fixation to the distal femur was considered mandatory in 42(51%) fractures. The average follow up was 41.3 months (range 11 to 88). To define the union of the fracture we included clinical and radiological criteria. A painfree joint with full weight bearing, radiographic absence of any fracture line and obvious evidence of bridging trabeculae were the main criteria to establish the fracture healing. The union was named as delayed if it had not been completed after a period of 20 weeks. Non union was considered after a period of 32 weeks. To assess the results we used the evaluation system of Honkonen-Jarvinen, that takes into consideration the final subjective, clinical, functional and radiological result. Solid radiographic and clinical union was achieved in 69 (84%) fractures with a mean time of union 14.5 weeks (range 12 to 20 weeks). The mean external fixation time was 16 weeks (range 13 to 30 weeks). The mean external fixation extension time was 6 weeks (range 4 to 6 weeks). At the last follow up, 58% of the patients presented with an excellent or good clinical and radiological result. However the radiographic appearance was not always consistent with the clinical or functional result. We recorded a delayed healing process in 8 fractures. All these fractures united at a mean time of 22 weeks (range 20 to 30 weeks) without any other action to be undertaken. Superficial inflammation of the surgical wound was recorded in 4 patients (5%). The inflammation subsided in all cases with oral antibiotics. Pin tract infection was noted in 15(18.3%) patients. All but one subsided with oral antibiotics. We did not need to replace or remove any of the transfixion wires. Six (7.3%) patients with a clinically and laboratory established deep venous thrombosis were treated successfully with anticoagulation medicines. Five (6%) patients with a clinically and laboratory established pulmonary embolism were treated conservatively and they recovered uneventfully. After the removal of the frame seven (8.5%) patients presented with no satisfactory motion of the joint. Five underwent a manipulation of the knee under anesthesia. One patient had an arthrolysis surgery. Finally one patient remained with poor knee motion. We recorded three fractures with malunion. All of them presented with an unacceptable varus deviation of the metaphysis. We had one patient with a septic pseudoarthrosis of the diaphyseal fragment. Two patients at the last follow up presented with peroneal nerve paresis. Statistical analysis showed significant deterioration of the posttraumatic arthritis over time. No significant correlation between the fracture type and the final result was found. Bridging of the knee improved the final score but without statistically significant difference. According to most surgeons the target of the treatment of the tibial condyles fractures should be a painfree, stable knee, well controlled by the musculature, with functional mobility and without all these factors which may lead to degenerative arthritis in the future. The parameters that must be established to achieve a functional result are the satisfactory reduction of the fracture and the articular surface, the stable osteosynthesis, the sound healing of the bone, the stability of the joint, the simultaneous treatment of the concomitant lesions, the avoidance of any additional iatrogenic damage of the osseous and soft tissues, and finally the elimination of the complications. The variety of reduction maneuvers that the ring and hybrid fixators offer is unique. Their adjustability at any three dimensional displacement even of the small fragments combined with the possibility of postoperative correction of the reduction renders them to a four dimensional apparatus. AO surgeons state that for Schatzker type VI fractures double plating is necessary whereas in severely comminuted fracrures three or even four plates have been proposed. Even so, the fixation is not always stable and sometimes additional knee braces have to be placed to protect postoperatively the reduction. Watson comparing double plating of the tibial bicondylar fractures with transfixion wires fixation found no difference. Using the ring and hybrid fixators, the small fragments can be stabilized by the fine (1.5 mm) wires, and the cancellous metaphyseal bone can be elevated and supported adequately converting the unstable fractures to stable. In severely comminuted fractures extension of the fixation to the distal femur offer additional stability to the complex bone-osteosynthesis. Bridging of the knee provide an external bracing of the unstable fracture which is beneficial for the healing process. In this study 38(46%) fractures were identified as very unstable with an extensive comminution of the articular surface, a deficit of the netaphyseal bone stock and metaphyseal-diaphyseal dissociation. Twenty-nine of them were treated with extension of the external fixation proximal to the knee. None of them lost the reduction. Contrary to high tibial corrective osteostomies, nonunion is very rare after tibial plateau fractures. In this study we had no aseptic nonunion despite the fact that we had eight (10%) fractures that took more than 20 weeks until the healing process was completed. The personality of the method allows to the surgeon to individualize the approach depending on the fracture pattern. Limited or extensive approaches may be used with respect to the integrity of the soft tissues, the periosteum and the small bony fragments. The postoperative stability of the joint is considered one of the most important factors that affect the final outcome. Marsh stated that the final functional result is related closer to the joint stability than the articular surface reduction. Laxity of the joint may be caused by either poor reduction or coexisting ligamentous lesion. In this study, osseous avulsion of the ligament insertion was an indication for acute ligament repair. Mid substance tear was treated with joint bracing through knee bridging. In the last follow up 76 (92%) knees were found stable or with a 1st degree laxity. Lack of extension less than 5 degrees was achieved in 67(82%) patients, whereas functional flexion was achieved in 79(92%) patients. These results are significantly better than Gaudinez’s study who achieved a range of motion from -8 degrees extension to 100 degrees flexion and slightly better than Raikin’s study who had a range of motion from –5 degrees extension to 106 degrees flexion. Complications encountered with the application of the ring and hybrid fixators are less severe than in the conventional treatment. The most serious complication is septic arthritis but in this study we had none. One septic pseudoarthosis was recorded but this impressively low comparing with other studies with open reduction and internal fixation where the rate of deep infection was recorded as high as 50%. High energy injury of the upper part of tibia usually cause a combined damage of the osseous and soft tissues of the knee area. The severity of the initial impact and the treatment approach define the final outcome. The respect of biological integrity of the soft tissues, the satisfactory reduction of the fracture, the stable fixation, the successful treatment of the coexisting lesions, the stability of the joint, the prompt rehabilitation of the patient, and the elimination of the postoperative complications are the main factors that affect the final result. Tension wires fixation offer an alternative approach to these difficult fractures with satisfactory results. However despite the early satisfactory results a great number of patients are expected that they will develop some degree of knee degenerative disease in the future.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
27

Κακκός, Σταύρος. "Καρκίνος του θυρεοειδούς προεγχειρητική διάγνωση και αντιμετώπιση." Thesis, 1995. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3046.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
28

Χριστοδούλου, Γεώργιος. "Κλινική υπερηχογραφική - ακτινολογική μελέτη της μεσοστέου μεμβράνης κνήμης - περόνης στα κατάγματα της ποδοκνημικής B και C κατά Weber." Thesis, 1996. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3083.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
29

Μαστοράκος, Δημήτριος. "Ο ρόλος της L-αργινίνης στο σύνδρομο επαναιμάτωσης σε δερματικούς κρημνούς στον επίμυ." 2004. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/365.

Full text
Abstract:
Η μεγάλη πρόοδος που έχει συντελεστεί στην Πλαστική Χειρουργική είναι αποτέλεσμα της βαθειάς γνώσης της ανατομικής των ιστών, της χρήσης των διατατήρων δέρματος αλλά και της προόδου της Μικροχειρουργικής. Με τη μέθοδο αυτή είναι πλέον δυνατή σε ευρεία κλίμακα η αυτομεταμόσχευση ιστών από μία ανατομική περιοχή σε άλλη. Οι δυνατότητες που ανοίγονται για αποκατάσταση ελλειμμάτων μετά τραυματισμό αλλά και μετά ογκολογική ή άλλη εκτομή είναι πράγματι πρωτοφανείς. Η αυτόλογη μεταφορά ιστών με τη χρήση μικροχειρουργικής αναστόμωσης όμως, απαιτεί πάντα κάποιο χρόνο αντοχής των ιστών στην ισχαιμία, καθώς κατά την εκτέλεση τέτοιων επεμβάσεων διακόπτεται η αιματική ροή διαμέσου των μεταφερομένων ιστών. Το ίδιο ισχύει και στις εγχειρήσεις ομολόγων μεταμοσχεύσεων οργάνων, κατά τις οποίες υπάρχει πάντοτε μιά άλλοτε άλλης διάρκειας ισχαιμία των ιστών που μεταμοσχεύονται. Οι ιστικές βλάβες που σχετίζονται με την παροδική διακοπή της αιματικής ροής διαμέσου ενός ιστού φαίνεται ότι σχετίζονται περισσότερο με την περίοδο επαναιμάτωσης παρά την ισχαιμία αυτή καθαυτή. Το σύνολο των βλαβών που παρατηρούνται σε ιστούς μετά την επαναιμάτωση, έπειτα από παρατεταμένη ισχαιμία, έχει ονομαστεί Σύνδρομο Επαναιμάτωσης (ΣΕ, Reperfusion Injury) ή Σύνδρομο Ισχαιμίας-Επαναιμάτωσης (ΣΙΕ, Ischemia-Reperfusion Injury) (1),(2). Το Σύνδρομο Επαναιμάτωσης λοιπόν ορίζεται ως το σύμπλεγμα των βλαβών που προκαλούνται στους ιστούς αφού επανέλθει η αιμάτωσή τους μετά από άλλοτε άλλη περίοδο ισχαιμίας, σε αντίθεση με τη νέκρωση που ορίζεται ως η βλάβη ιστών των οποίων διακόπτεται η αιμάτωση χωρίς όμως να επανέλθει (3). Η αυτόλογη μεταμόσχευση ιστών με χρήση μικροχειρουργικών τεχνικών έχει προχωρήσει σε σημείο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά δέρματος, μυός, εντερικού ή και οστικού ιστού ή και συνδυασμού των παραπάνω ιστών σε ακραίες περιοχές του σώματος για χρήση στην αποκατάσταση τραυματικών κακώσεων, βλαβών ή και χειρουργικών ελλειμμάτων. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εγχειρήσεων ο ιστός πολλές φορές αποκόβεται από την αιματική κυκλοφορία για άλλοτε άλλο διάστημα, πού γιά την περίπτωση της Πλαστικής Χειρουργικής συνήθως διαρκεί 1 με 2 ώρες. Τέτοιου είδους επεμβάσεις αποτελούν καθημερινή πρακτική σε Ογκολογικά ή Τραυματολογικά Κέντρα. Εξάλλου η Χειρουργική του Χεριού και του Άνω Άκρου αποτελεί επίσης χώρο σημαντικής εφαρμογής των ίδιων τεχνικών, όπως στη Χειρουργική Νεύρων ή στη Χειρουργική Συγκόλλησης Άκρων. Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν πως κατά την επαναφορά του ιστού στην κυκλοφορία, η κύρια κάκωση επισυμβαίνει κατά την διάρκεια της επαναιμάτωσης του ιστού (4),(5),(6). Είναι λοιπόν σαφές οτι η μείωση ή και ο πλήρης έλεγχος του ΣΙΕ θα είχε σημαντικά ωφέλη για τους αρρώστους που για λόγους τραυματικών ελλειμμάτων ή μετά ογκολογική Χειρουργική αντιμετωπίζουν μεγάλα τραύματα δέρματος, μυός, οστού ή ακόμα και αυλού του εντερικού σωλήνα (π.χ. οισοφάγος). Αντίστοιχα ωφέλη θα μπορούσε κανείς να περιμένει και στο χώρο των Μεταμοσχεύσεων (7),(8), της Καρδιοχειρουργικής(9) και της Αγγειοχειρουργικής των Μεγάλων Αγγείων αλλά και στην αντιμετώπιση της Καταπληξίας(10), που μπορεί να θεωρηθεί ως η οριακή μορφή ισχαιμίας όλου του σώματος. Εκτεταμένες έρευνες έχουν γίνει, κυρίως στο μυοκάρδιο, για να διαλευκάνουν το μηχανισμό με τον οποίο επισυμβαίνουν οι βλάβες μετά ισχαιμία και επαναιμάτωση. Έχει βρεθεί οτι το ενδοθήλιο των αγγείων παράγει Μονοξείδιο του Αζώτου (ΝΟ, Nitric Oxide) (11),(12) κατά τη μετατροπή της L-αργινίνης σε L-κιτρουλλίνη. Το 6 ενδοθήλιο των στεφανιαίων έχει μελετηθεί εντατικά ως προς αυτή του την ιδιότητα (13). Το μόριο αυτό αποτελεί σημαντικότατη ανακάλυψη των τελευταίων δεκαετιών, καθώς φαίνεται πως αποτελεί πανταχού παρόντα διαβιβαστή στο επίπεδο των ιστών(14). Το ΝΟ ειναι ισχυρός αγγειοδιαστολέας, αλλά σε μικρότερες συγκεντρώσεις έχει επίσης και δράση κατά των ουδετεροφίλων(15). Έτσι φαίνεται ότι περιορίζει και τη φλεγμονώδη συνιστώσα του ΣΙΕ. Το ενδοθήλιο φαίνεται να υφίσταται αλλοιώσεις τα πρώτα λεπτά μετά την επαναιμάτωση, πριν ακόμα τα ουδετερόφιλα μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε αριθμούς ικανούς να προξενήσουν βλάβες και βέβαια πριν να εγκατασταθεί νέκρωση του μυοκαρδίου ή του μυός που έχει υποστεί το ΣΙΕ (16). Τα προηγούμενα φαίνεται να υποδεικνύουν πως η αρχική βλάβη του ενδοθηλίου μπορεί να αποτελεί τη θρυαλλίδα που βάζει σε κίνηση τον μεθισχαιμικό φλεγμονώδη μηχανισμό. Έρευνες απόφραξης και επαναιμάτωσης των στεφανιαίων αρτηριών δείχνουν ότι η αρχική βλάβη στο στεφανιαίο ενδοθήλιο παραβλάπτει την παραγωγή NO, που συνεπάγεται την εξάλειψη της ενδογενούς αντι-ουδετερόφιλης δράσης του NO(13). Η μειωμένη αυτή παραγωγή ενδογενούς NO και κατά συνέπεια η καρδιοπροστασία μπορούν ν' αποκατασταθούν είτε παρέχοντας ακριβώς κατά την έναρξη της επαναιμάτωσης την πρόδρομη ουσία του ΝΟ (L-αργινίνη) ή παρέχοντας ουσίες-δότες του ΝΟ(17). Σε πειραματικές εργασίες, η L-αργινίνη ή οι δότες NO μειώνουν το μέγεθος του εμφράκτου σε πειραματικά πρότυπα ισχαιμίας- επαναιμάτωσης (Ι-Ε) των στεφανιαίων, με αντίστοιχη βελτίωση της παρατηρούμενης καταπληξίας και κατά συνέπεια της επιβίωσης που προκύπτει (17). Ο μηχανισμός ή οι μηχανισμοί αυτής της καρδιοπροστασίας εμπεριέχουν τη διατήρηση της λειτουργίας του ενδοθηλίου και επίσης την αναστολή της συγκέντρωσης των ουδετεροφίλων στον ιστό που υπέστη Ι-Ε. Η δυνατότητα καρδιοπροστασίας του NO μας παρέχει μιά νέα θεραπευτική προσέγγιση στη μείωση του ΣΙΕ μετά χειρουργικές επεμβάσεις επαναιμάτωσης των στεφανιαίων μετά από απόφραξή τους αλλά και γενικότερα επαναιμάτωσης κάθε τύπου μυϊκού ιστού (18). Τα πολυμορφοπύρηνα και οι ελεύθερες ρίζες θεωρούνται ως οι κύριοι φορείς της βλάβης. Πολλές προσπάθειες περιορισμού του συνδρόμου στηρίζονται στη βάση αυτή (19),(2),(20). 7 Τελευταία η ανακάλυψη του μονοξειδίου του αζώτου (nitric oxide, NO) αγγειοδιασταλτικού παράγοντα που εκκρίνεται από το ενδοθήλιο (καθώς και πολλές άλλες κατηγορίες κυττάρων)(21) και που δρα κοντά στην περιοχή παραγωγής του, με ημιζωή της τάξης των δευτερολέπτων, έχει προσδόσει νέα ώθηση στην κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης. Το μονοξείδιο του αζώτου εκκρίνεται από το ενδοθήλιο, τους λείους μύες των αγγείων, τα μακροφάγα, τα πολυμορφοπύρηνα, την παρεγκεφαλίδα, τα επινεφρίδια και τα κύτταρα του Kupffer. Αποτελεί κύριο παράγοντα ρύθμισης του αγγειακού τόνου και επιδρά στα πολυμορφοπύρηνα, τα αιμοπετάλια και δεσμεύει τις ελεύθερες ρίζες (22). Οι περισσότερες μελέτες συμφωνούν πως το ΝΟ παράγεται από το αμινοξύ L-αργινίνη από τη δράση του ενζύμου συνθάση του ΝΟ (Nitric Oxide Synthase, NOS)(22), με τρόπο στερεοσκοπικά ειδικό μόνο γιά την L- και όχι τη D-αργινίνη. Μελέτες σε καρδιακό και εντερικό ιστό έχουν δείξει ευεργετικά αποτελέσματα από τη χρήση L- αργινίνης σε πρότυπα συνδρόμου επαναιμάτωσης (23),(24). Παρά την έκταση των πληροφοριών, που υπάρχουν γιά το ΣΙΕ σε διάφορα συστήματα οργάνων, υπάρχουν λιγοστές πληροφορίες για τη δράση του ΝΟ και την επίδραση της L-αργινίνης πάνω στο δέρμα. ΣΗΜΑΣΙΑ Οι περισσότερες ουσίες που προστατεύουν από το σύνδρομο επαναιμάτωσης είναι τοξικές ή δύσχρηστες. Η L-αργινίνη χρησιμοποιείται ήδη κλινικά γιά δοκιμασίες έκκρισης αυξητικής ορμόνης(25). Εφόσον λοιπόν η L-αργινίνη αποδειχθεί εύχρηστη και με καλά αποτελέσματα, θα είναι μια ουσία που αποτελεί φυσικό συστατικό του ανθρώπινου σώματος, με πολύ εύκολη παραγωγή και χαμηλό κόστος και που ήδη χρησιμοποιείται κλινικά, που θα έχει την πρόσθετη ικανότητα να προστατεύει από το ΣΙΕ. Επίσης ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία γιά την λειτουργία του ΝΟ στο μυϊκό ιστό, λίγα είναι τα στοιχεία γιά τη δράση του ΝΟ και της L-αργινίνης στο δέρμα. Κατά συνέπεια είναι και αυτό ένα σημείο έρευνας με σκοπό την κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης στο δέρμα. 8 ΣΤΟΧΟΙ Οι στόχοι του πρωτοκόλλου ήσαν 1. Να διαπιστωθεί αν η L-αργινίνη δρα προφυλακτικά στο δέρμα επιμύων που έχει υποστεί σύνδρομο επαναιμάτωσης. 2. Να διερευνηθεί η επίδραση που έχει η L-αργινίνη πάνω στα πολυμορφοπύρηνα κύτταρα του δέρματος κατά την διάρκεια του συνδρόμου επαναιμάτωσης. 3. Να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια δόση ή και συχνότητα χορήγησης της L- αργινίνης για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. 4. Να διερευνηθεί η πιθανότητα εφαρμογής παρόμοιων τεχνικών τόσο σε νησιδωτούς κρημνούς / ελεύθερους κρημνούς όσο και σε μισχωτούς κρημνούς.
The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated.
The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
30

Φούντας, Κωνσταντίνος Ν. "Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της προεγχειρητικής εκτιμήσεως των όγκων του εγκεφάλου με τη βοήθεια της μαγνητικής φασματοσκοπίας πρωτονίου και της ανοικτής χειρουργικής βιοψίας." 2003. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/357.

Full text
Abstract:
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η ικανότητα της μαγνητικής φασματοσκοπίας πρωτονίου στην διαφοροποίηση φυσιολογικών και νεοπλασματικών εγκεφαλικών κυττάρων και εκτιμάται η μελέτη των δομικών και μεταβολικών χαρακτηριστικών των τελευταίων. 120 ασθενείς με διάγνωση ενδοκράνιου όγκου βασισμένη σε κλασσικές απεικονιστικές μεθόδους, οι οποίοι οικειοθελώς συμπεριλήφθησαν στην κλινική αυτή προοπτική μελέτη, υπεβλήθησαν σε μαγνητική φασματοσκοπία πρωτονίου μονήρους κύβου (single voxel 1HMRS) με τη χρήση μαγνητικού τομογράφου εντάσεως 1.5 Tesla. Με τη χρήση ολοκληρωμένου αλγορίθμου οι συγκεντρώσεις Ν-ακετυλο-ασπαρτικού οξέος (ΝΑΑ),φωσφοκρεατίνης-κρεατίνης (PCr-Cr), χολίνης (Cho), γαλακτικού οξέος (Lac), λιπιδίων (Lip), ινοσιτόλης (Ino) και των ισομερών της και διαφόρων αμινοξέων καθώς και οι λόγοι των συγκεντρώσεων NAA/PCr-Cr, NAA/Cho, Cho/PCr-Cr υπολογίσθηκαν. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν είτε σε ανοικτή κρανιοτομία είτε σε στερεοτακτική βιοψία και το εξαιρεθέν υλικό εξετάσθηκε παθολογοανατομικώς. Τα προεγχειρητικά αποτελέσματα της μαγνητικής φασματοσκοπίας και της «κλασσικής» μαγνητικής τομογραφίας συγκρίθηκαν με αυτά της παθολογοανατομικής εξέτασης. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτών έδειξε ότι τα όρια αξιοπιστίας της μαγνητικής φασματοσκοπίας σε σύγκριση με τη «χρυσή» σταθερά της παθολογοανατομικής εξέτασης ήταν μεταξύ 0.900 και 0.954 ενώ τα αντίστοιχα της «κλασσικής» μαγνητικής τομογραφίας ήταν μεταξύ 0.520 και 0.631, διαφορά στατιστικώς σημαντική. Οι διαφορές στις συγκεντρώσεις των εξεταζομένων μεταβολιτών και ο ρόλος του καθενός στο βιοχημικό προφίλ των διαφόρων ιστολογικών τύπων και βαθμών πρωτοπαθών και μεταστατικών ενδοκράνιων όγκων ερευνήθηκε επισταμένως και συγκρίθηκε με τα ευρήματα άλλων κλινικών σειρών. Αναφορικώς με τους εξεταζόμενους λόγους συγκεντρώσεως διαφόρων μεταβολιτών, αυτός της συγκεντρώσεως Cho προς τη συγκέντρωση «ολικής» κρεατίνης, αποτελεί έναν ακριβή και ειδικό δείκτη για την ιστολογική σταδιοποίηση των ενδοκράνιων γλοιωμάτων. Όσο μεγαλύτερη η τιμή του μεταβολικού αυτού κλάσματος τόσο μεγαλύτερος ο βαθμός κακοήθειας του εξεταζομένου γλοιώματος, όπως αυτό τεκμηριώνεται από τα αποτελέσματα της σειράς μας. Συμπερασματικώς, η μαγνητική φασματοσκοπία πρωτονίου αποτελεί μια ασφαλή, μη επεμβατική μέθοδο μεγάλης ακρίβειας για την προεγχειρητική ιστολογική ταξινόμηση αλλά και σταδιοποίηση των ενδοκράνιων όγκων, η οποία προστιθέμενη στις ήδη υπάρχουσες διαγνωστικές μεθόδους αυξάνει σημαντικώς τις διαγνωστικές δυνατότητες του σύγχρονου νευροεπιστήμονα όχι μόνο στο πεδίο των όγκων του εγκεφάλου αλλά και άλλων παθολογικών οντοτήτων του εγκεφάλου.
The ability of magnetic resonance spectroscopy (MRS) to differentiate neoplastic brain cells and their metabolic and structural characteristics is evaluated. We examined 120 patients with brain tumors using a 1.5-tesla MRI unit and MRS. The peak areas of N-acetyl-aspartate (NAA), phosphocreatinecreatine (Pcr-Cr), choline-containing compounds (Cho), lactate (Lac), lipids, myoinositol, amino acids and the metabolic ratios of NAA/Pcr-Cr, NAA/Cho and Cho/Pcr-Cr were calculated by a standard integral algorithm. In normal brain tissue, the following metabolites were identified: NAA at 2.0 ppm, Pcr-Cr at 3.0 ppm and Cho at 3.0 ppm. The different concentrations of the metabolites examined and their role in the biochemical profile of different types of tumors are discussed. The confidence interval of the MRS versus pathology was between 0.9 and 0.954, while it was between 0.52 and 0.631 for MRI versus pathology. The Cho/Pcr-Cr ratio is a very important malignancy marker for histologic tumor grading of astrocytomas. The greater this ratio, the higher the grade of the astrocytoma. NAA/Pcr-Cr together with Cho/Pcr-Cr help specify the presence or absence of a neoplasm. Proton MRS is a useful and promising diagnostic modality not only in diagnosing but also in grading solid brain tumors.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
31

Γούδας, Λεωνίδας Κωνσταντίνος. "Κλινική μελέτη της μετεγχειρητικής αντιμετώπισης ασθενών με ενδοραχιαία χορήγηση υδροχλωρικής κλονιδίνης. Αναλγητική δράση - Αιμοδυναμική συμπεριφορά - Επιπλοκές." Thesis, 1994. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3068.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
32

Μπαραδάκη, Χαλάρη Ελένη. "Μεταβολές της δραστικότητας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειογένεσης (ACE) κατά την διάρκεια καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων μετά την χορήγηση νιτροπρωσικού νατρίου, νιτρογλυκερίνης και νιφεδιπίνης." Thesis, 1993. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3085.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
33

Καμπίλη, Μαρία. "Μετεγχειριτικές διαταραχές του πνευμονικού παρεγχύματος μετά από νευροχειρουργικές επεμβάσεις." Thesis, 1990. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3086.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
34

Μαρώση, Τρισεύγενη. "Προσομοίωση κατάγματος πτέρνας και εσωτερικής οστεοσύνθεσης πτέρνας με πλάκα και βίδες." Thesis, 2001. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3198.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
35

Παπαδούλας, Σπύρος. "Αποτελέσματα και επιπλοκές της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-Y στην αντιμετώπιση ασθενών με δείκτη σωματικής μάζας > 50." Thesis, 2004. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3384.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
36

Λιαρόπουλος, Κωνσταντίνος. "Σύνδρομο αποτυχημένης οσφυικής δισκεκτομής." Thesis, 2003. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3912.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
37

Ευαγγελίου, Νικόλαος, and Πέτρος Γιαταγάνας. "Κατάσκευη και έλεγχος ρομποτικού πολυαρθρωτού εργαλείου με χρήση έξυπνων υλικών." Thesis, 2011. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/4688.

Full text
Abstract:
Ο στόχος αυτής της εργασίας είναι να αποκτήσουμε μία βασική γνώση όλων των διαφορετικών σχεδιαστικών παραμέτρων που πρέπει να εξεταστούν για να είναι εφικτή η κατασκευή και ο έλεγχος ενός πολυαρθρωτού εργαλείου. Επιπλέον, όλες οι αναλυτικές μέθοδοι ελέγχου που βασίζονται στις ιδιαιτερότητες των SMA παρουσιάζονται λεπτομερώς, ώστε να παραχθεί μία ικανοποιητική λύση βασιζόμενη στις μεταβολές κατάστασης των κραμάτων και του συγκεκριμένου βραχίονα. Με άλλα λόγια, μία πλήρης γνώση του πώς σχεδιάζουμε, κατασκευάζουμε, προσομοιώνουμε, ελέγχουμε και απεικονίζουμε ένα λειτουργικό μικροσκοπικό πολυαρθρωτό βραχίονα, με τένοντες βασισμένους σε SMA για ελάχιστα επεμβατική χειρουργική είναι ο στόχος της παρούσας εργασίας.
The purpose of this work is to acquire a fundamental knowledge of all the different design parameters, which must be evaluated in order to be able to fabricate and control a multi-DOF manipulator. Moreover, all the analytical control techniques based on the particularities of the shape memory alloys will be shown in details, in order to provide an efficient solution based on the variations of the alloys and the specific manipulator. In other words, the knowhow of building, evaluating, controlling and displaying a functional tiny multi- DOF SMA-based manipulator for minimally invasive surgery is the purpose of this work.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
38

Μαρκάκη, Έλλη. "Μελέτη των παραγόντων που οδηγούν στη μεταβολή του σωματικού βάρους ασθενών με εξωπυραμιδική συνδρομή, που υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία με εμφύτευση ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο και εν τω βάθει ηλεκτρικό ερεθισμό." Thesis, 2013. http://hdl.handle.net/10889/7468.

Full text
Abstract:
Ο εν τω βάθει ηλεκτρικός εγκεφαλικός ερεθισμός (DBS) αποτελεί μία ευρέως αποδεκτή και πολύ αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδο για ασθενείς με φαρμακοανθεκτική ν. Πάρκινσον. Διάφορες μελέτες έδειξαν ότι το DBS στον υποθαλάμιο πυρήνα (STN) οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, ο μηχανισμός της οποίας παραμένει άγνωστος. Τα τελευταία χρόνια διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τον πιθανό μηχανισμό αυτής της αύξησης βάρους. Σύμφωνα με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες, η αύξηση βάρους οφείλεται σε διαταραχή του μηχανισμού ρύθμισης της λήψης τροφής σε υποθαλαμικό επίπεδο. Είναι γνωστό ότι ο υποθάλαμος κατέχει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας: δέχεται, επεξεργάζεται και ερμηνεύει ορεξιογόνα και ανορεξιογόνα σήματα όπως η γκρελίνη, το ΝΡΥ και η λεπτίνη. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής συμμετοχής του ηλεκτρικού ερεθισμού του υποθαλάμιου πυρήνα στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας, μέσω της διαταραχής των ορεξιογόνων και ανορεξιογόνων πεπτιδίων γκρελίνη, ΝΡΥ και λεπτίνη. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 23 από τους ασθενείς με ν.Πάρκινσον που υποβλήθηκαν σε STN DBS στην κλινική μας (15 άντρες-8 γυναίκες, ηλικία: 65,2 ± 8,9χρόνια, διάρκεια νόσου:12,7 ± 6χρόνια). Κάθε ασθενής εξετάστηκε σε 3 διαδοχικές χρονικές στιγμές: 3 μέρες πριν το χειρουργείο, 3 και 6 μήνες μετά το χειρουργείο και υπεβλήθη σε μέτρηση του σωματικού βάρους και του BMI, λιπομέτρηση και μέτρηση των επιπέδων γκρελίνης, λεπτίνης, NPY και κορτιζόλης ορού. Τρεις μέρες πριν και 6 μήνες μετά το χειρουργείο, πραγματοποιήθηκε κλινική εκτίμηση των ασθενών με τη χρήση των: Unified Parkinson’s Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale και Hoehn Yahr scale, καθώς και υπολογισμός της ημερήσιας δόσης ντοπαμίνης (LEDD). Τα αποτελέσματα της μελέτης μας συνοψίζονται ως εξής: 3 μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση βάρους των ασθενών μας: (3.09±5.00kg, P=0.007), χωρίς περαιτέρω αύξηση στους 6 μήνες. Τα επίπεδα του ΝΡΥ στο περιφερικό αίμα αυξήθηκαν σημαντικά 3 μήνες μετά το χειρουργείο (p=0.05), ενώ τα επίπεδα της γκρελίνης αυξήθηκαν σημαντικά στους 6 μήνες (p=0.001). Η αύξηση του σωματικού βάρους συσχετίστηκε σημαντικά με τη μεταβολή των επιπέδων της γκρελίνης και της λεπτίνης στους 3 και 6 μήνες αντίστοιχα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το STN DBS φαίνεται να προκαλεί μία προσωρινή δυσλειτουργία της υποθαλάμιας έκκρισης ΝΡΥ και γκρελίνης. Η μεταβολή του σωματικού βάρους μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη έκκριση γκρελίνης και λεπτίνης. Περαιτέρω μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών απαιτούνται για να επιβεβαιωθεί ο ρόλος της πεπτιδιακής δυσλειτουργίας στην αύξηση βάρους μετά τη νευροδιέγερση και για να διερευνηθεί η πιθανή νευροπροστατευτική δράση που το DBS μπορεί να ασκήσει μέσω της αύξησης των επιπέδων της γκρελίνης.
Deep brain stimulation (DBS) is a widely accepted and highly effective treatment method for patients with medically refractory idiopathic Parkinson's desease. Various studies have shown that DBS of the subthalamic nucleus (STN) results in increased body weight, the mechanism of which is still unknown. In recent years there were various theories as to the possible mechanism of this weight gain. According to the most interesting theory, weight gain is due to a disruption of the central mechanism that regulates food intake. It is known that the hypothalamus plays a central role in the regulation of energy homeostasis: it receives, processes and interprets orexigenic and anorexigenic signals such as ghrelin, NPY and leptin. The aim of this study was to investigate the possible involvement of STN DBS in the regulation of energy homeostasis, through the disruption of orexigenic and anorexigenic peptides ghrelin, leptin and NPY. Twenty three patients with idiopathic Parkinson’s desease who underwent STN DBS in our clinic were included in our study (15 males - 8 females, age : 65,2 ± 8,9 years, disease duration : 12,7 ± 6chronia ). Each patient was examined at three consecutive time points: 3 days before surgery, 3 and 6 months after surgery. At each clinical appointment all patients underwent body composition measurements including body weight, body mass index (BMI) and fat mass, as well as blood sampling for the measurement of the circulating levels of ghrelin, leptin, NPY and cortisol. Three days before and 6 months after surgery patients were clinically evaluated with the use of the Unified Parkinson's Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale and Hoehn Yahr scale and the L-dopa daily dose (LEDD) was recorded. The results of our study are summarized as follows : 3 months after surgery there was a significant increase of body weight: (3.09 ± 5.00kg, P = 0.007), with no further increase at 6 months. NPY levels increased significantly 3 months after surgery (p = 0.05), while ghrelin levels increased significantly at 6 months (p = 0.001). Weight gain was significantly correlated with the change of ghrelin and leptin levels at 3 and 6 months respectively. In conclusion, STN DBS seems to temporarily dysregulate the hypothalamic secretion of NPY and ghrelin and weight gain can be attributed to the increased secretion of leptin and ghrelin. Further studies with a larger number of patients are required to confirm the role of peptide dysfunction on weight gain after neurostimulation and to investigate the possible neuroprotective role of DBS, exerted through the increase of ghrelin levels.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
39

Δασκαλάκη, Αναστασία. "Υπολογισμός οπτικού πεδίου ενδοσκοπικής κάμερας και εφαρμογή σε σύστημα επαυξημένης πραγματικότητας για υποβοήθηση του χειρουργού." Thesis, 2012. http://hdl.handle.net/10889/5276.

Full text
Abstract:
Ο σκοπός της διπλωματικής εργασίας ήταν η ανάπτυξη ενός μοντέλου Επαυξημένης Πραγματικότητας για την υποβοήθηση του χειρουργού-χειριστή ρομποτικού μηχανήματος. Το μοντέλο αυτό παρουσιάστηκε για την εύρεση του οπτικού πεδίου του ειδικού ενδοσκοπίου. Για τον σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν δύο προγράμματα τα οποία μπορούν να χειριστούν ιατρικά δεδομένα και να προσφέρουν εικόνες από το εσωτερικό του μοντέλου του ασθενούς. Συγκεκριμένα, έγινε μελέτη των βασικών μεθόδων εφαρμογής Επαυξημένης Πραγματικότητας στην χειρουργική, όπως η εγγραφή του ασθενούς, η κατάτμηση των ιατρικών δεδομένων, η τρισδιάστατη ανακατασκευή τους και η ανίχνευση των ενδοσκοπικών εργαλείων και της κάμερας. Παρουσιάστηκε το πλήρες θεωρητικό μοντέλο εφαρμογής επαυξημένης πραγματικότητας και έγινε ανάλυση των επιμέρους διαδικασιών. Κατασκευάστηκαν με την βοήθεια της Matlab δύο προγράμματα με τα αντίστοιχα GUIs για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό και την διεγχειρητική καθοδήγηση/επαύξηση αντίστοιχα. Τέλος έγινε δοκιμή των προγραμμάτων χρησιμοποιώντας 22 τομές μαγνητικής τομογραφίας (μορφής DICOM) εγκεφάλου με εμφανή καρκίνο στην αριστερή κοιλία. Επίσης καταγράφηκαν οι εικόνες και τα δεδομένα που παίρνουμε σε κάθε βήμα εφαρμογής των προγραμμάτων με στόχο την αξιολόγηση τους. Το μοντέλο αυτό κατασκευάστηκε με στόχο την εφαρμογή του σε επεμβάσεις μέσω του ρομποτικού μηχανήματος daVinci. Παρόλα αυτά η γενικότερη εφαρμογή της μεθοδολογίας που αναπτύσσεται μπορεί να βρει εφαρμογές και σε άλλες ενδοσκοπικές επεμβάσεις.
The purpose of this thesis was to develop a model of Augmented Reality to assist the surgeon-operator of a robotic machine. The model has been presented for finding the field of special endoscope. For this purpose we built two programs that can manipulate medical data and provide images of the interior of the patient’s model. Specifically, a study was done in the basic methods of Augmented Reality application in Surgery such as, the registration of the patient, the segmentation of medical data, their 3D reconstruction and the detection of endoscopic instruments and the camera. Has been presented the complete theoretical model for applying augmented reality and an analysis of individual procedures was done. Moreover we constructed with the help of Matlab two programs with their GUIs, for preoperative planning and intraoperative guidance/augmentation, respectively. Finally the programs were tested, using 22 MRI slices (format DICOM) with visible brain cancer in the left ventricle. Also were recorded images and data that we get at each step of programs implementation in order to evaluate them. This model was constructed to implement the operations through the daVinci robotic machine. Nevertheless, the general application of the methodology developed in this study may find applications also in other endoscopic procedures
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
40

Ζώτου, Αναστασία. "Σύγκριση τεχνικών για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή για τη θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας, με τη χορήγηση επισκληριδίου αναλγησίας με τοπικό αναισθητικό (λεβοβουπιβακαΐνη) και οπιοειδές (μορφίνη)." Thesis, 2014. http://hdl.handle.net/10889/8267.

Full text
Abstract:
Σύγκριση τεχνικών για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή για τη θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας, με τη χορήγηση επισκληριδίου αναλγησίας με τοπικό αναισθητικό (λεβοβουπιβακαΐνη) και οπιοειδές (μορφίνη). Εισαγωγή – Σκοπός : Η αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε χειρουργεία απώλειας βάρους θα πρέπει να στοχεύει στον αποτελεσματικό έλεγχο του μετεγχειρητικού πόνου, στην πρώιμη επαναλειτουργία του εντέρου και στην ταχύτερη κινητοποίηση των ασθενών, χωρίς να διακινδυνεύεται η μετεγχειρητική αναπνευστική λειτουργία, καθώς είναι υψηλό το ποσοστό των παχύσαρκων ασθενών με Αποφρακτική Άπνοια στον Ύπνο (OSA). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα σχετικά με τη διαχείριση της μετεγχειρητικής αναλγησίας σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε ανοικτά χειρουργεία απώλειας βάρους, ιδιαίτερα με την εφαρμογή θωρακικής επισκληριδίου αναλγησίας με μορφίνη και λεβοβουπιβακαΐνη. Υλικό – Μέθοδος : Στην παρούσα προοπτική, τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή μελέτη, 96 ασθενείς με super νοσογόνο παχυσαρκία (BMI ≥ 50kg/m2) και φυσική κατάσταση κατά ASA II-III, που υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-En-Y γαστρική παράκαμψη, τυχαιοποιήθηκαν σε 6 ομάδες (ομάδες Α-F με 16 ασθενείς ανά ομάδα). Όλες οι ομάδες έλαβαν μετεγχειρητικά θωρακική επισκληρίδιο αναλγησία με συνεχή έγχυση μορφίνης 0,2mg/h σε συνδυασμό με άπαξ δόσεις λεβοβουπιβακαΐνης μέσω PCEA : στις ομάδες A,B και C χορηγήθηκε χαμηλή συγκέντρωση λεβοβουπιβακαΐνης 0,1%, ενώ στις ομάδες D, E και F χορηγήθηκε υψηλή συγκέντρωση λεβοβουπιβακαΐνης 0,2%. Οι ομάδες A και D δεν έλαβαν διεγχειρητικά δόση εφόδου μορφίνης, ενώ οι ομάδες B και Ε έλαβαν 1mg και οι ομάδες C και F 2mg μορφίνης επισκληριδίως, αντίστοιχα. Κατά την μετεγχειρητική περίοδο εκτιμήθηκε η ένταση του πόνου στην ηρεμία και στο βήχα με βάση την κλίμακα VAS, η συνολική κατανάλωση λεβοβουπιβακαΐνης, η αναπνευστική λειτουργία, οι αιμοδυναμικές μεταβολές, ο χρόνος κινητοποίησης του εντέρου και ο χρόνος κινητοποίησης των ασθενών. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με τη χρήση ANOVA ακολουθούμενη από post-hoc δοκιμασίες, με τη μέθοδο χ2, και με μη παραμετρικές μεθόδους για πολλαπλές ομάδες. Αποτελέσματα : Η ένταση του μετεγχειρητικού πόνου δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων. Διπλασιάζοντας τη συγκέντρωση της λεβοβουπιβακαΐνης από 0,1% (ομάδες A, B και C) σε 0,2% (ομάδες D, E και F) αυξήθηκε σημαντικά η συνολική κατανάλωση της λεβοβουπιβακαΐνης (P < 0,001), χωρίς να βελτιωθεί η αναλγησία. Η αύξηση της περιεγχειρητικής χορήγησης μορφίνης με τη χορήγηση δόσης εφόδου (ομάδες B,C,E,F) και της συγκέντρωσης της λεβοβουπιβακαΐνης (ομάδες D, E, F) οδήγησε σε παράταση του χρόνου επαναλειτουργίας του εντέρου (P < 0.05 to 0.01) και καθυστέρηση στη κινητοποίηση των ασθενών (P < 0.05 to 0.01). Παρά την υψηλή συχνότητα των παχυσάρκων ασθενών με OSA (69% - 81%) μεταξύ των ομάδων, δεν παρατηρήθηκε κανένα επεισόδιο αναπνευστικής καταστολής. Οι αιμοδυναμικές παράμετροι και η μετεγχειρητική αναπνευστική λειτουργία, διατηρήθηκαν σε ασφαλή όρια και δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων. Συμπεράσματα : Η θωρακική επισκληρίδιος αναλγησία με τη χορήγηση άπαξ δόσεων λεβοβουπιβακαΐνης 0,1% μέσω PCEA σε συνδυασμό με συνεχή έγχυση μορφίνης 0,2mg/h, χωρίς δόση εφόδου, είναι ένας αποτελεσματικός και ασφαλής τρόπος μετεγχειρητικής αναλγησίας σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε ανοικτά χειρουργεία απώλειας βάρους, καθώς αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον μετεγχειρητικό πόνο, οδηγεί σε πρώιμη επαναλειτουργία του εντέρου, σε ταχύτερη κινητοποίηση των ασθενών, χωρίς να διακυβεύεται η αναπνευστική λειτουργία, ακόμα και στους παχύσαρκους ασθενείς με OSA.
Comparison of techniques for postoperative analgesia management after a weight loss surgery (Βiliary Pancreatic Diversion with Roux-En-Y) by administration of epidural analgesia with local anesthetic (levobupivacaine) and opioid (morphine) Background: Postoperative pain control in morbidly obese patients should aim early mobilization and return of bowel function, without respiratory compromise, as there is a high prevalence of obstructive sleep apnoea (OSA). Up to date, not sufficient data exist regarding postoperative analgesic management of morbid super-obese (MSO) patients undergoing open bariatric surgery, especially with thoracic epidural levobupivacaine combined with morphine. Methods: In a prospective double blind randomised controlled trial, 96 ASA II-III MSO patients undergoing open BPD-RYGBP, were randomly allocated to six groups (n=16). All groups received postoperatively a continuous epidural morphine infusion of 0.2 mg h-1, while groups A - C received additionally 0.1% levobupivacaine and groups D - F 0.2% levobupivacaine via PCEA, respectively. Groups A and D did not receive intraoperative epidural morphine loading, while groups B, E received additionally 1mg and groups C and F 2 mg morphine bolus intra-operatively respectively. VAS at rest and on cough, PCEA drug consumption, haemodynamic profile, pulmonary function, time to return of bowel function and ambulation, were recorded for 48h. Results: Pain scores did not differ among groups. Doubling the concentration of levobupivacaine increased considerably its consumption (P < 0.001), without improving analgesia. The increase in perioperative morphine (groups B,C,E,F) and levobupivacaine doses (groups D-F) led to prolonged time to bowel function (P < 0.05 to 0.01) and ambulation (P < 0.05 to 0.01), respectively. Although obstructive sleep apnoea (OSA) prevalence was 69% to 81% among groups, no incidence of respiratory depression was observed. Haemodynamic profile and pulmonary function were well preserved and did not differ among groups. Conclusions: Thoracic PCEA with 0.1% levobupivacaine combined with a continuous daily epidural morphine dose of 0.2 mg h-1, without morphine loading, is an effective approach regarding adequate pain control, early mobilization and return of bowel function in MSO patients, especially in those with OSA.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
41

Γιανναδάκης, Πέτρος. "Επιμηκύνσεις μακρών οστών με τη μέθοδο Ilizarov και η σημασία των υπερήχων στον έλεγχο της νεοστεογένεσης." Thesis, 1995. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3184.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
42

Παπαδόπουλος, Γεώργιος Μάριος. "Επανασχεδιασμός ρομποτικού λαπαροσκοπικού εργαλείου." Thesis, 2014. http://hdl.handle.net/10889/8240.

Full text
Abstract:
Το θέμα αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι ο σχεδιασμός, η παραγωγή, η κατασκευή και ο έλεγχος ενός χειρουργικού ρομποτικού εργαλείου με βελτιωμένα χαρακτηριστικά από το προηγούμενο πρωτότυπο. Το λαπαροσκοπικό εργαλείο αποτελείται από συνδέσμους σε σειρά οι οποίοι ενεργοποιούνται με μορφομνήμονα καλώδια, οι οποίοι λειτουργούν σαν δυαδικοί ενεργοποιητές με δύο πιθανές καταστάσεις. Κάθε σύνδεσμος αποτελείται από τρεις πρισματικούς ενεργοποιητές, οι οποίοι δημιουργούν μια πλατφόρμα Stewart και παρέχουν μια 3 βαθμών ελευθερίας κινητικότητα σε κάθε σύνδεσμο. Τα ηλεκτρονικά είναι ενσωματωμένα στο εσωτερικό των συνδέσμων, σε αρχιτεκτονική Master-Slave. Η επικοινωνία μεταξύ του χειρούργου και του εργαλείου επιτυγχάνεται με I2C δικτυωμένους μικρο-ελεγχτές, Στον τελευταίο σύνδεσμο του εργαλείου, υπάρχει μια στερεοσκοπική κάμερα και μια πλακέτα IMU η οποία προσφέρει πληροφορίες προσανατολισμού. Επιπρόσθετα, ένα σύστημα αντίληψης δύναμης το οποίο είναι ικανό να επικολληθεί στην επόμενη έκδοση του εργαλείου. Εν κατακλείδι, σχεδιαστικές παράμετροι καθώς και η κινηματική του δυαδικού βραχίονα παρουσιάζεται σε προσομοίωση και πειραματικές μελέτες του λαπαροσκοπικού πρωτότυπου εργαλείου.
The subject of this master thesis is the design, the fabrication, the construction and the control of a surgical robotic tool with improved characteristics than previous version. The laparoscopic tool consists of cascaded links which are powered by Shape Memory Alloys wires, acting as binary actuators with two stable states. Each link is composed of three prismatic actuators, creating a Stewart platform and providing a 3-DOF maneuverability for each joint. The electronics are embedded in the inner cavity of the links in, Master-Slave architecture. The communication between the surgeon and the tool is achieved with I2C-networked microcontrollers. In the distal link of the tool, there is a stereoscopic camera and an IMU board that offers orientation information. Moreover, a Force Sensing System, that is able to be attached to the next version of the current tool. Finally, certain design aspects as well as the kinematics of the binary manipulator are presented simulation and experimental studies on the laparoscopic tool prototype.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
43

Παναγή, Ζωή. "Εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στον ορό του αίματος υπερ-παχύσαρκων ασθενών που έχουν υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση τύπου Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπή." Thesis, 2008. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/1399.

Full text
Abstract:
Η βαριατρική χειρουργική είναι η μόνη διαδικασία που μπορεί να εφαρμοσθεί προκειμένου να επιτευχθεί μόνιμη απώλεια βάρους στην πλειονότητα των ασθενών με υπερ-νοσογόνο παχυσαρκία (130). Οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις ορίζονται ως περιοριστικές, δυσαπορροφητικές ή περιοριστικές και δυσαπορροφητικές ταυτόχρονα. Οι περιοριστικού τύπου χειρουργικές επεμβάσεις έχουν συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά αποτυχίας όσον αφορά στην απώλεια βάρους στους υπερ-παχύσαρκους ασθενείς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται προοδευτική αύξηση της εφαρμογής βαριατρικών εγχειρήσεων δυσαπορροφητικού τύπου σε όλο τον κόσμο για αυτήν την υπο-ομάδα παχυσαρκίας (100, 108, 130, 131). Παρά την απώλεια βάρους που μπορεί να επιτευχθεί με αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις, οι μετεγχειρητικές ανεπάρκειες σε πρωτεΐνη, σίδηρο, βιταμίνες, άλατα και λιποδιαλυτές βιταμίνες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο και απαιτούν χορήγηση συμπληρωμάτων προκειμένου να διατηρηθούν σε φυσιολογικά επίπεδα. Οι ανεπάρκειες αυτές οφείλονται στη δυσαπορρόφηση που προκύπτει από τη χειρουργική παράκαμψη τμημάτων του γαστρεντερικού σωλήνα, όπου τα διάφορα διατροφικά συστατικά απορροφούνται (118). Αν και αναμενόμενες, οι μεταβολικές ανωμαλίες πολύ συχνά δε διαγιγνώσκονται ή υποεκτιμούνται. Τα βιβλιογραφικά δεδομένα που αναφέρονται στις διατροφικές ανεπάρκειες που παρατηρούνται μετά τις βαριατρικές εγχειρήσεις είναι περιορισμένα, και απαρτίζονται από αναφορές σε μεμονωμένα περιστατικά ασθενών (124-126), από επισκοπήσεις αποτελεσμάτων παλαιότερων ερευνών (118, 132) και από περιστασιακές προοπτικές μελέτες (118, 131). Αν και υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για διατροφικά συστατικά, όπως είναι η πρωτεϊνη, ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12, το φυλλικό οξύ και το ασβέστιο (118, 131), τα στοιχεία που παρατίθενται για τις λιποδιαλυτές βιταμίνες είναι ελάχιστα και ελλιπή. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη δυσκολία απομόνωσης και προσδιορισμού των λιποδιαλυτών βιταμινών από τον ορό του αίματος, διαδικασία αρκετά επίπονη, δαπανηρή και χρονοβόρα. Οι περισσότεροι χειρούργοι προσπαθούν να ελέγξουν με έμμεσο τρόπο τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών, όπως για παράδειγμα με παρακολούθηση των τιμών της PTH, άνοδος της οποίας συνηγορεί σε πιθανή ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης D3 (133), ή με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης των ασθενών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αύξηση του οποίου μπορεί να υποδεικνύει την ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης Κ (134). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανεπάρκεια των λιποδιαλυτών βιταμινών γίνεται αντιληπτή μόνο από τις κλινικές της εκδηλώσεις ( 124, 125, 135). Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η προεγχειρητική εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα υπερ-παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε δυσαπορροφητική επέμβαση κατά Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπή, καθώς και η μετεγχειρητική παρακολούθησή τους για ένα έτος, ώστε να καταστεί δυνατή η άμεση εκτίμηση της κατάστασης των ασθενών ως προς τα αποθέματα βιταμίνης A, D E και Κ και να διερευνηθεί κατά πόσο η χειρουργικά προκαλούμενη δυσαπορρόφηση λίπους επηρεάζει την απορρόφησή και τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα.
Background: Bariatric surgery seems to be the only effective approach for the long-term management of morbid obesity. Weight loss after Roux-en-Y Gastric Bypass with Biliopancreatic Diversion (RYGBP/BPD) is mainly due to decreased calorie absorption secondary to fat malabsorption. Fat malabsorption may also cause essential fat-soluble vitamin deficiencies which may become clinically significant if not recognized and properly treated. Prevention of these vitamin deficiencies includes both supplementation and routine measuring of serum values. In this work, an investigation was undertaken to examine preoperative and short-term (1 year) postoperative levels of fat-soluble vitamins in patients undergoing RYGBP/BPD. Methods: Study population consisted of 15 super-obese (BMI>50kg/m2) patients who had undergone RYGBP/BPD. Routine postoperative daily supplementation consisted of 4000 IU (1200 μg) vitamin A, 2000 IU (50 μg) vitamin D3, 10 mg vitamin E and 2000 mg calcium. Preoperative and postoperative serum levels of fat-soluble vitamins A, D3, 25(OH)D3, E, K2, were measured in these patients by HPLC. Results: All vitamin levels tended to decrease with time after RYGBP/BPD operation despite that all patients were taking daily multivitamin supplements p.o. postoperatively. One year after the bariatric operation, a significant decrease (P<0.05) in D3, 25(OH)D3, E and K2 levels was observed compared to the preoperative levels. This decrease led to vitamin deficiency one year after the operation, the incidence of which was 7,7% for vitamin A, 41.7% for vitamin 25(OH) D3 and 27.3% for K2. Concerning vitamin E, all patients had lower than normal levels even before operation and the deficiency insisted even after operation, despite the administration of vitamin supplements to the patients. The low preoperative serum vitamin E levels in the patients confirmed that obese individuals are at high risk of vitamin E deficiency. Conclusions: The serum levels of fat-soluble vitamins A, D, E and K decreased with time following RYGBP/BPD operation in morbidly obese patients, despite that the patients received vitamin supplements postoperatively. The results of our study indicate that patients undergoing the RYGBP/BPD operation need long-term postoperative monitoring of serum fat-soluble vitamin levels. This will facilitate the administration of appropriate doses of multivitamin supplements to these patients, preventing vitamin deficiency to become of clinical significance.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
44

Ανεσίδης, Ευστάθιος. "Συγκριτική μελέτη της απώλειας βάρους και της εμφάνισης επιπλοκών, ασθενών με νοσογόνο παχυσαρκία (ΒΜΙ 40-50) που υποβάλλονται σε γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y και χολοπαγκρεατική παράκαμψη με Roux-en-Y αποκατάσταση." Thesis, 2006. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/4013.

Full text
Abstract:
Ο στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση των αποτελεσμάτων και των μεταβολικών επιπλοκών της γαστρικής παράκαμψης Roux-en-Y και μιας εκδοχής της χολοπαγκρεατικής εκτροπής σε έναν αποκλειστικά non-superobese πληθυσμό. Τα κύρια χαρακτηριστικά της χολοπαγκρεατικής εκτροπής ήταν: γαστρικός θύλακος 15 ± 5 pml, χολοπαγκρεατική έλικα 200 cm, κοινό κανάλι 100 cm και διατροφική έλικα το λοιπό λεπτό έντερο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της RYGBP ήταν: γαστρικός θύλακος 15 ± 5 ml, χολοπαγκρεατική έλικα 60 cm, Roux έλικα 100 cm και κοινό κανάλι το υπόλοιπο μήκος του λεπτού εντέρου. Από 130 ασθενείς με BMI 35-50 kg/m2, οι 65 υποβλήθηκαν σε RYGBP και οι 65 σε BPD. ΄Ολοι οι ασθενείς ολοκλήρωσαν το δεύτερο μετεγχειρητικό έτος. Η μέση απώλεια υπερβάλλοντος βάρους (excess weight loss, %EWL) ήταν καλύτερη μετά από BPD καθόλη τη διάρκεια του follow-up, ενώ στα 2 χρόνια η EWL ήταν > 50% στο 100% των ασθενών της BPD σε σύγκριση με το 88.7% της RYGBP. Η παθολογική ανοχή γλυκόζης, η υπερχοληστερολαιμία, η υπερτριγλυκεριδαιμία και η υπνική άπνοια παρουσίασαν πλήρη ύφεση και στις δύο ομάδες, αλλά τα μέσα επίπεδα ολικής χοληστερόλης ήταν σημαντικά χαμηλότερα μετά από BPD στα 2 χρόνια. Ο διαβήτης υποχώρησε πλήρως σε όλους τους ασθενείς της BPD και σε 7 στους 10 ασθενείς της RYGBP. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις πρώιμες και όψιμες μη μεταβολικές επιπλοκές. Υποαλβουμιναιμία παρατηρήθηκε σε 1 ασθενή της RYGBP (1.5%) και σε 6 ασθενείς της BPD (9.2%). Μόνο ένας ασθενής από κάθε ομάδα χρειάστηκε νοσηλεία και ολική παρεντερική διατροφή. Συμπεραίνουμε πως οι μεταβολικές επιπλοκές μετά από BPD δεν ήταν σοβαρές και δεν παρουσίαζαν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες, οπότε και οι δύο επεμβάσεις είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές σε non-superobese πληθυσμούς, αλλά η BPD είναι πιο αποτελεσματική στην απώλεια βάρους και στην επίλυση του διαβήτη και της υπερχοληστερολαιμίας.
The aim of the present study was the comparison of the effectiveness and the metabolic complications of Roux-en-Y gastric bypass (RYGBP) versus a variant of biliopancreatic diversion (BPD) in an exclusively non-superobese population. The main characteristics of the BPD were: gastric pouch 15 ± 5 ml, biliopancreatic limb 200 cm, common channel 100 cm and alimentary limb the remainder of the small intestine. The main characteristics of the RYGBP were: gastric pouch 15 ± 5 ml, biliopancreatic limb 60 cm, Roux limb 100 cm and common channel the remainder of the small intestine. Of 130 patients with BMI 35-50 kg/m2, 65 underwent RYGBP and 65 underwent BPD. All patients completed their second postoperative year. Mean excess weight loss (EWL) was better after BPD at all time periods, and the %EWL was > 50% in all BPD patients compared to 88.7% of RYGBP patients. Glucose intolerance, hypercholesterolemia, hypertriglyceridemia and sleep apnea completely resolved in all patients in both groups, although mean total cholesterol level was significantly lower in BPD patients at second year. Diabetes completely resolved in all BPD patients and in 7 of the 10 RYGBP patients. No statistically significant differences were observed between the two groups in early and late non-metabolic complications. Hypoalbuminemia occured in only 1 patient after RYGBP (1.5%) and in 6 patients after BPD (9.2%). Only 1 patient from each group was hospitalized and received total parenteral nutrition. We conclude that the metabolic complications that occured following this type of BPD were not severe nor significantly different between the two groups, therefore both operations can be considered safe and effective for non-superobese patients, but BPD is more effective in weight loss as well as the resolution of diabetes and hypercholesterolemia.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
45

Μαζαράκης, Ανδρέας. "Επίδραση της χειρουργικής θεραπείας παχυσαρκίας στο καρδιαγγειακό σύστημα." Thesis, 2009. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/2955.

Full text
Abstract:
Η αύξηση του σωματικού βάρους και η παχυσαρκία αντιπροσωπεύουν μία ραγδαία αναπτυσσόμενη απειλή για την υγεία του πληθυσμού που επηρεάζει χώρες σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, κατά μείζονα λόγο τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και λιγότερο τις αναπτυσσόμενες, και αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας για τους ασθενείς, τους παροχείς υγείας, τα εμπλεκόμενα στο σύστημα υγείας άτομα και τις κατά τόπου ρυθμιστικές υγειονομικές αρχές. Πράγματι πλέον στις ημέρες μας η παχυσαρκία είναι τόσο συχνό πρόβλημα που πιο κλασικές νοσηρές καταστάσεις όπως ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο σαν αιτιολογικοί παράγοντες κακής υγείας. Η μόνη αποδεκτή στρατηγική που θα μπορούσε να είναι αποδοτική, όχι μόνο με υγειονομικούς αλλά και οικονομοτεχνικούς όρους, θα ήταν μία πληθυσμιακή θεραπευτική προσέγγιση, όμως μία τέτοια στρατηγική σήμερα αν όχι ουτοπική, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον θεραπευτική πρόκληση. Συνεπώς σήμερα στηριζόμαστε αποκλειστικά στους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι σε καθημερινή βάση έρχονται σε επαφή με παχύσαρκα άτομα. Η βασική επιθυμία αυτής της ομάδας ατόμων, είναι η απώλεια σωματικού βάρους και η μακροχρόνια διατήρηση αυτής της απώλειας. Έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη προσέγγιση (είτε πρόκειται για απλό διαιτητικό πρόγραμμα, είτε για δίαιτα με διαιτολογική καθοδήγηση, είτε για εμπορικά διαθέσιμα προγράμματα απώλειας βάρους), αποτυγχάνοντας να επιτύχουν σταθερή και μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους μία μεγάλη ομάδα νοσηρά παχύσαρκων ατόμων φαίνεται να στρέφονται σήμερα στα χειρουργεία παχυσαρκίας. Φαίνεται πλέον σήμερα ότι η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η πιο αποτελεσματική διαθέσιμη θεραπεία για τη νοσογόνο παχυσαρκία, η οποία εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη απώλεια σωματικού βάρους και πλήρη ή σχεδόν πλήρη υποχώρηση μίας σειράς συνοσηρών καταστάσεων που σχετίζονται αιτιολογικά με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να δούμε εάν το γαστρικό bypass σχετίζεται με μεταβολές της λειτουργίας της αορτής και της αριστερής κοιλίας, σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς 3 και 36 μήνες μετά από το χειρουργείο. Χρησιμοποιήθηκε υπερηχογράφημα καρδιάς για την εκτίμησης 60 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση , 20 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση και 40 ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Όλοι είχαν παρόμοια ηλικία, φύλο και παράγοντες κινδύνου στην επίσκεψη αναφοράς. Μετρήσαμε την αορτική τάνυση, διατασιμότητα, δείκτη ανενδοτότητας, το συντελεστή αορτική πίεσης – τάνυσης καθώς επίσης και υπερηχογραφικούς δείκτες doppler διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας (το λόγο του κύματος Ε προ; το κύμα Α, το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης και το χρόνο επιβράδυνσης). Οι υπερηχογραφικές μετρήσεις που αφορούσαν τόσο την αορτή, όσο και τη διαστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας, ήταν επηρεασμένα στους νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τόσο στους 3 όσο και στου 36 μήνες, τόσο η μάζα της αριστερής κοιλίας, όσο και οι δείκτες λειτουργικότητας της αορτής και οι διαστολικοί δείκτες της αριστερής κοιλίας επανήλθαν στο φυσιολογικό(διατασιμότητα αορτής 1.9 προεγχειρητικά, 3,4 στους 3 μήνες και 4,3 στους 36 μήνες, συγκρινόμενο με το 3,36 των ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας), φυσιολογικοποίηση ου δεν παρατηρήθηκε στη ομάδα των ασθενών που δεν έχασαν βάρος. Η ελάττωση του δείκτη σωματικής μάζας μετά το χειρουργείο σχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό ποσοστό (p < .01) με την ελάττωση τόσο των δεικτών της αορτικής λειτουργίας όσο και με το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης, μετά από ρύθμιση με βάση την ηλικία, το φύλο, τη συνυπάρχουσα αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια και τη συγκέντρωση χοληστερόλης. Συμπερασματικά η απώλεια σωματικού Βάρους που επιτυγχάνεται με τα χειρουργεία παχυσαρκίας, ελαττώνει την κοιλιακή υπερτροφία και συνεπώς, βελτιώνει τη λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε μια περίοδο παρακολούθησης διάρκειας 3 ετών.
Body weight gain and obesity represent a rapidly growing threat for public health that affect countries all over the world, mainly of the developed world and less the developing countries, consisting a major topic of interest, for patients, health provider and persons involved in the health system. Nowadays obesity considered to be so frequent as a problem that other classic clinical entities as malnutrition and infectious diseases lose their main role as reasons for bad hygiene. The only acceptable strategy that could be efficient not only in relation to with health, but also under logistic conditions, would be a therapeutical approach for the entire population. However such a strategy could be characterized at least a therapeutic challenge if not utopic. Having depleted any other approach (either a simple dietary program, commercial weight loss programs or dietician guidance) and failing to achieve stable and long term weight loss, a large group of morbidly obese people seems to prefer surgical solutions. Surgical management of obesity seems to be the most efficient therapeutic approach that ensures complete resolution of comorbidities that are related with body weight gain. The purpose of our study was to observe if gastric bypass is related with aortic and LV functional changes, in morbidly obese patients in 3 and 36 months after surgery. We performed echocardiographic measurements in 60 morbidly obese patients who had gastric bypass, 20 morbidly obese that did not had surgery and 40 persons with normal body mass index. All of them had similar age, sex and risk factors as it was mentioned in the reference visit. We measured aortic tension, distensability and aortic pressure, we conducted Doppler echocardiography for diastolic function of LV , E/A ratio, isovolumic relaxation time and deceleration time. Echocardiographic measurements of the aorta and diastolic function of LV were affected more in morbidly obese patients than the control group with normal blood pressure. During observation time in 3 and 36 months , LV mass, functional measurements of the aorta and diastolic function of LV were normalized. Aortic distensability 1,9 presurgically, 3,4 in 3 months and 4,3 in 36 months, correlated with 3,36 in persons with normal BMI. No relation was observed in the group of patients that did not lose weight. BMI reduction after surgery is correlated statistically significant with improvement of aortic function, as well as , isovolumic relaxation time based on age, sex, hypertension and lipid profile. Conclusively body weight loss achieved with obesity surgery, decreases ventricular hypertrophy and consequently improves LV function in morbidly obese patients in a period of 3 years.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
46

Χαβελές, Ιωάννης. "Μελέτη της αναγεννητικής ικανότητας του ήπατος μετά από μερική ηπατεκτομή." Thesis, 2012. http://hdl.handle.net/10889/5763.

Full text
Abstract:
Η αναγέννηση, με τον τρόπο που αυτή επιτελείται στο ήπαρ, δηλαδή με πολλαπλασιασμό των ώριμων κυττάρων όλων των κυτταρικών ομάδων του οργάνου, είναι μία μοναδική ιδιότητα. Πιθανώς η ιδιότητα αυτή να είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως συμβολίζεται στον μύθο του Προμηθέα. Απόλυτα δικαιολογημένο, εκ τούτου, είναι το μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον απέναντι στη μοναδική αυτή διεργασία. Το συνηθέστερο μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη της αναγέννησης είναι η χειρουργική ηπατεκτομή σε μικρά τρωκτικά (κατά κύριο λόγο στον επίμυ). Μετά τη διενέργεια της επέμβασης παρατηρείται συγχρονισμένη είσοδος των ηπατοκυττάρων –αρχικά- και των λοιπών κυτταρικών ομάδων -στη συνέχεια- στη φάση G1 του κυτταρικού κύκλου και σε προετοιμασία πολλαπλασιασμού. Στην πρώτη αυτή φάση τα ηπατοκύτταρα γίνονται δεκτικά στη δράση μίας πλειάδας αυξητικών παραγόντων. Αυτή είναι η εναρκτήρια φάση της αναγέννησης (priming phase). Ακολουθεί η φάση πολλαπλασιασμού ή μεταβολική φάση, όπου λόγω των μεγάλων ενεργειακών αναγκών των διαιρούμενων κυττάρων, επισυμβαίνουν χαρακτηριστικά μεταβολικά γεγονότα (παροδική υπογλυκαιμία, συστηματική λιπόλυση και παροδική ηπατοκυτταρική στεάτωση), για να καλύψουν τις ανάγκες αυτές. Στο διάστημα του πολλαπλασιασμού εμφανίζονται τα παρακρινικά και τα αυτοκρινικά σήματα μεταξύ των διαφορετικών κυτταρικών ομάδων του ήπατος. Στα τρωκτικά η φάση αυτή ολοκληρώνεται 4 ημέρες μετά την ηπατεκτομή και ακολουθεί η τρίτη και τελευταία φάση του τερματισμού της αναγέννησης. Τότε συμβαίνει η πολυπαραγοντική ρύθμιση της λήξης του πολλαπλασιασμού. Με εκπληκτική ακρίβεια ρυθμίζεται το βάρος του ήπατος σε συνάρτηση με τη συνολικό βάρος του ζώου, με χρήση και ενός κύματος απόπτωσης, ενώ ακολουθεί αποκατάσταση της φυσιολογικής σύστασης της εξωκυττάριας ουσίας και της ιστολογικής δομής του ηπατικού ιστού. Σε ένα αντικείμενο τόσο διεξοδικά μελετημένο, εντοπίστηκε ένα νέο πεδίο έρευνας που υιοθετήθηκε στην παρούσα διατριβή: ο πιθανός ρυθμιστικός ρόλος των microRNAs στην αναγέννηση του ήπατος. Τα microRNAs είναι μικρά μόρια μη κωδικοποιητικού RNA (μήκους 22 περίπου νουκλεοτιδίων), που ανακαλύφθηκαν σχετικά πρόσφατα. Ωστόσο, με γοργούς ρυθμούς αποκαλύπτεται ο μείζονος σημασίας ρυθμιστικός ρόλος τους στην έκφραση των γονιδίων και άρα στη ρύθμιση πολλαπλών κυτταρικών λειτουργιών. Κατά την έναρξη της παρούσας διατριβής υπήρχαν στοιχεία που ενέπλεκαν τα microRNAs στην αναγέννηση των πτερυγίων του είδους ψαριών zebrafish, τη αναγέννηση των σκωλήκων Planaria spp. και στην επούλωση του τραύματος. Διατυπώθηκε η υπόθεση ότι μπορεί να έχουν ρυθμιστικό ρόλο και στην ηπατική αναγέννηση και μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώθηκε στη διαλεύκανση του ρόλου αυτού. Πρώτο μέλημα των ερευνητών ήταν η βελτιστοποίηση και τυποποίηση της αναισθησιολογικής και εγχειρητικής διεργασίας, που για τον μυ δεν ήταν τόσο διαδεδομένες όσο ήταν για τον επίμυ, λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης σε ένα ζώο βάρους 20 γραμμαρίων. Έγιναν πολλαπλές τροποποιήσεις στις παλαιότερες τεχνικές, με αποτέλεσμα την τυποποίηση μίας διαδικασίας που εγγυάται την ταχύτατη διενέργεια της επέμβασης (12-15 λεπτά) με άριστη (95-100%) επιβίωση των πειραματόζωων. Με χρήση της προαναφερθείσας χειρουργικής μεθόδου διενεργήθηκε η πρώτη εγχειρητική πειραματική διαδικασία: Χρησιμοποιήθηκαν 56 πειραματόζωα, τα μισά εκ των οποίων υποβλήθηκαν σε 2/3 μερική ηπατεκτομή και τα υπόλοιπα μισά σε επέμβαση Sham. Λήφθηκαν τα δείγματα ηπατικού ιστού, στον χρόνο 0 και για τα χρονικά σημεία μετά αναγέννηση 1, 3, 6, 12, 24, 36, 48 ωρών, από 4 πειραματόζωα για κάθε χρονικό σημείο. Η πρώτη χρήση των δειγμάτων ιστού από το πρώτο πείραμα έγινε η επιβεβαίωση της συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων του νέου χειρουργικού μοντέλου με αυτά της διεθνούς βιβλιογραφίας. Έγινε ανοσοϊστοχημική χρώση για ανάδειξη της πρωτεΐνης Ki-67 και άρα της χρονικής αλληλουχίας του ρυθμού πολλαπλασιασμού των ηπατοκυττάρων. Αναδείχθηκε, όπως αναμενόταν, η 36η ώρα μετά την ηπατεκτομή ως το χρονικό σημείο που ο μέγιστος αριθμός ηπατοκυττάρων βρίσκεται σε φάση πολλαπλασιασμού στον μυ. Για περαιτέρω επιβεβαίωση του χειρουργικού μοντέλου, στη συνέχεια έγινε ημιποσοτική εκτίμηση της χρονικής εξέλιξης της παροδικής ηπατοκυτταρικής στεάτωσης μετά από χρώση αιματοξυλίνης-ηωσίνης. Από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η μέγιστη συσσώρευση λίπους ανευρίσκεται, όπως αναμενόταν, στα χρονικά σημεία 12 και 24 ωρών (+++). Η μελέτη, στη συνέχεια, στράφηκε στην κατεύθυνση αξιολόγησης του ρόλου των microRNAs. Για τον σκοπό αυτό ακολούθησε η δεύτερη εγχειρητική πειραματική διαδικασία. Χρησιμοποιήθηκαν 20 πειραματόζωα εκ των οποίων τα μισά υποβλήθηκαν σε 2/3 μερική ηπατεκτομή ενώ τα υπόλοιπα σε επέμβαση Sham. Μετά από αναγέννηση 12 ωρών λήφθηκαν οι ηπατικοί ιστοί για μελέτη του προφίλ έκφρασης των microRNAs. Η επιλογή των 12 ωρών έγινε ως ένα χρονικό σημείο κατά τη φάση έναρξης της αναγέννησης, αλλά όχι στα πολύ αρχικά της στάδια, με γνώμονα την αναζήτηση του τυχόν ρυθμιστικού ρόλου των microRNAs. Το προφίλ έκφρασης των microRNAs μελετήθηκε με τη μέθοδο των μικροσυστοιχιών. Ελέγχθηκαν τα 598 microRNAs που ήταν γνωστά κατά τον καιρό της μελέτης. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι εμφανίζεται διαφορική έκφραση σε 8 microRNAs κατά την αναγέννηση. Αναλυτικότερα, τα mmu-miR-21 και mmu-miR-30b εμφάνισαν μεγαλύτερη έκφραση, ενώ τα υπόλοιπα 6 miRNAs (mmu-miR-34c, mmu-miR-144, mmu-miR-207, mmu-miR-451, mmu-miR-582-3p, mmu-miR-290-5p) εμφάνισαν μικρότερη έκφραση κατά την αναγέννηση. Τα δείγματα ιστών του δεύτερου πειράματος χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου για επιβεβαίωση των ανωτέρω αποτελεσμάτων με τη μέθοδο RT-qPCR. Η qPCR επιβεβαίωσε το προφίλ έκφρασης των διαφορικά εκφρασμένων miRs, όπως είχαν δείξει τα δεδομένα από τα microarrays. Προέκυψε επίσης ότι το πιο σημαντικά διαφοροποιημένο mmu-miR μεταξύ αυτών που μελετήθηκαν, ήταν το mmu-miR-21. Για να συνδεθούν τα διαφοροποιημένα microRNAs με τις κυτταρικές λειτουργίες στις οποίες εμπλέκονται και πιθανώς ρυθμίζουν, εκτελέστηκε Gene Ontology ανάλυση με τη βοήθεια του TergetScan. Προέκυψε πλειάδα δυνητικών στόχων για τα εν λόγω microRNAs, με σαφή σχέση των γονιδίων-στόχων με τη διεργασία του κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Από τα ως τότε αποτελέσματα, τράβηξε την προσοχή η μεγάλη μεταβολή στην έκφραση του mmu-miR-21. Αυτό, σε συνδυασμό με την γνωστή από άλλες μελέτες, εμπλοκή του mmu-miR-21 στο αναπαραγωγικό δυναμικό καρκινικών κυττάρων, αποφασίστηκε να αναζητηθεί η χρονική αλληλουχία έκφρασής του, με χρήση των δειγμάτων ηπατικού ιστού από το πρώτο πείραμα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της RT-qPCR, που ανέδειξε σαφή υπεροχή της έκφρασης του mmu-miR-21 στις 12 ώρες μετά από τη μερική ηπατεκτομή με διατήρηση σχετικά υψηλής συγκέντρωσης ως και τις 24 ώρες. Ακολούθησε επιτυχής επιβεβαίωση του ανωτέρω αποτελέσματος με τη χρήση της μεθόδου του in situ υβριδισμού. Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη πέτυχε να υποδείξει μία πολύ αποτελεσματική μέθοδο 2/3 ηπατεκτομής στον μυ. Το χειρουργικό αυτό μοντέλο αποδείχθηκε ότι έχει πλήρως συγκρίσιμα αποτελέσματα με αυτά της διεθνούς βιβλιογραφίας. Στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε η υπόθεση διαφορικής έκφρασης των microRNAs κατά τη διαδικασία της αναγέννησης. Το γεγονός αυτό, υπονοεί ότι ίσως να εμπλέκονται με κάποιο ρυθμιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Το mmu-miR-21 αναδεικνύεται ως το μάλλον σημαντικότερο από αυτά. Τα δεδομένα από την παρούσα μελέτη συμπληρώνουν τις έως τώρα γνώσεις για το φαινόμενο της ηπατικής αναγέννησης, αλλά και ανοίγουν δρόμους για νέο προσανατολισμό στην έρευνα, όπως την παραπέρα διαλεύκανση του τρόπου δράσης αυτών των microRNAs που εντοπίστηκαν ή τον τυχόν ρόλο τους και στις φάσεις πολλαπλασιασμού ή τερματισμού της αναγέννησης.
Liver regeneration is a unique ability, because of the way it proceeds, i.e. the proliferation of all categories of all mature liver cell types. It is highly possible that this ability is known to human kind since the ancient times, as pictured in Prometheus’ myth. The great scientific interest towards deciphering this complex process is, of course, highly justified. The most common model for the study of the process of regeneration is the surgical model of the 2/3 partial hepatectomy (PHx) in small rodents, predominantly the rat. 2/3 partial hepatectomy leads to a highly synchronized hepatocyte cell-cycle entry and progres¬sion. The first phase, known as the ‘priming phase’, occurs in the first hours after PH and poises the hepatocytes to enter the G1 phase and to become receptive to growth factors. The second phase corresponds to an increased metabolic demand imposed on the remnant liver. During this phase, among other metabolic changes, transient hypoglycemia is suggested to induce systemic lipolysis followed by a lipid droplets accumulation in the hepa¬tocytes. During this phase, am major role is played by the autocrine intercellular network. In rodents, this phase is completed in 4 days post-PHx and is followed by the termination phase. Ending the regenerative process is an equally complex, multiparameter process. The weight of the liver is regulated proportionally to the animal’s body weight with remarkable accuracy, sometimes employing an apoptotic wave. The termination phase of the regenerative process ends with normal hepatic histological structure restoration and matrix remodeling. Liver regeneration is a phenomenon that has been thoroughly studied in the past. Nevertheless, a point of emerging research interest has been adopted in the present study: the possible regulatory role of microRNAs in liver regeneration. MicroRNAs are small non-coding RNA molecules (approx. 22 nts long), which have been discovered quite recently but through research they are quickly emerging as cornerstone regulatory means in a large number of cellular functions. In the beginning of this study, data existed implicating microRNAs in the regeneration of zebrafish fins, regeneration in planarian worms and wound healing. The hypothesis that they may have a role in liver regeneration was made and a large part of this study is concerned with investigating the existence of such a role. The researchers began with revising and standardizing the method for anesthesia and surgical procedure, which, at the time (2007), were not satisfactory enough in the case of mice (as opposed to the widely used rats), possibly because of the difficulty of operating on a 20 gram animal. Many alterations were made upon the previous techniques. As a result, a procedure was standardized, as described herein, that guarantees a fast procedure (12-15 minutes) accompanied by excellent animal survival (95-100%). Using the above described technique, the first surgical experiment in this study was conducted: 56 animals (wild-type mice) were used, half of which were subjected to 2/3 PHx and the other half were sham operated. Liver samples were collected at time 0 and at several time points during regeneration (1, 3, 6, 12, 24, 36, 48 hours), with a number of 4 animals per time point. These samples were used in order to confirm the comparability of the new surgical technique to bibliography models. An immunohistochemical dye for the protein Ki-67 was performed, thus revealing the number of hepatic cells undergoing proliferation at each time point. The 36th hour post-PHx emerged as the point of climax of the proliferative process in the mouse, as expected by previous studies. For further confirmation, the same samples were used to produce simple histological H-E slides, in order to evaluate the evolvement of lipid droplet accumulation in hepatic cells associated with liver regeneration. A semi-quantitative evaluation was conducted, that revealed that maximum lipid accumulation occurs at the time points of 12 and 24 hours (+++) in mouse, again as expected by previous studies. Then the study proceeded with investigating the potential role of microRNAs in liver regeneration. For this, a second surgical experiment was conducted: This time 20 animals (wild-type mice) were used, half of which were subjected to 2/3 PHx and the other half were sham operated. After regenerating for 12 hours, liver samples were harvested from all animals. The choice of the 12-hour interval was made as a time point at the beginning phase of liver regeneration, but not at the very early beginning, with a view to reveal the possible regulatory role of microRNAs at the first stage of the regenerative process. MicroRNA profiling was conducted using specific microarrays, examining the presence of the 598 microRNAs known at the time of this procedure. The results pointed out 8 differentially expressed microRNAs during regeneration: 2 that were up-regulated (-miR-21 and mmu-miR-30b) and 6 that were down-regulated (mmu-miR-34c, mmu-miR-144, mmu-miR-207, mmu-miR-451, mmu-miR-582-3p, mmu-miR-290-5p). Tissue samples from the second experiment were used again in order to confirm the aforementioned results utilizing the RT-qPCR method. This indeed confirmed the microarrays’ results and highlighted mmu-miR-21 as the most differentially expressed miR, indicating a possibly major regulatory role in liver regeneration. In order to link these differentially expressed microRNAs to their cellular and molecular functions, Gene Ontology Analysis was conducted, using TargetScan. Many putative gene-targets for each microRNA emerged, many of which are involved in the process of cellular proliferation. Following the emergence of the major differentiation of mmu-miR-21 within the results of qPCR evaluation and with previous research linking it with cancer cell proliferation regulation, it was decided to further assess the time kinetics of the expression of mmu-miR-21, utilizing tissue samples from the first experiment. Through an RT-qPCR evaluation, it was shown that up-regulation of mmu-miR-21 reaches its zenith at 12 hours post-PHx and remains quite highly expressed until 24 hours. This was further confirmed by in situ hybridization. In conclusion, we were able to standardize a very successful version of the 2/3 hepatectomy procedure adapted for mice. Using this model, the hypothesis of the altered expression of microRNAs during liver regeneration is confirmed, setting suspicion about some kind of regulatory role. Mmu-miR-21 emerges as the most differentially expressed one and possibly having the most important role. The data from the present study supplement preexisting knowledge on the phenomenon of liver regeneration, but also show the way for future research in further clarifying the paths leading to microRNAs’ regulatory role or investigating their potential role in the phases of proliferation or termination of liver regeneration.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
47

Τριανταφυλλόπουλος, Παναγιώτης. "Τα μακροχρόνια αποτελέσματα της χειρουργικής αντιμετώπισης των καταγμάτων της κοτύλης." Thesis, 2006. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/790.

Full text
Abstract:
Τα κατάγματα της κοτύλης είναι σοβαρά ενδαρθρικά κατάγματα, υψηλής ενέρ-γειας κακώσεις που συμβαίνουν κυρίως σε τροχαία ατυχήματα ή από πτώσεις από μεγάλο ύψος και τα θύματα είναι συνήθως νεαροί ενήλικες. Συχνά συνο-δεύονται από κακώσεις σε άλλα μέρη του σώματος που μπορεί να είναι απει-λητικές για τη ζωή ή να απαιτήσουν νο-σηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Για πολλές δεκαετίες η αντιμετώπισή τους ήταν συντηρητική με πτωχά αποτε-λέσματα στις περισσότερες περιπτώσεις. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες όμως η αντιμετώπισή τους άλλαξε και έγινε χει-ρουργική στα παρεκτοπισμένα κατάγμα-τα ή αυτά που αφορούν φορτιζόμενη ε-πιφάνεια της κοτύλης, καθώς αυτή προ-σφέρει ικανοποιητικότερα αποτελέσμα-τα. Οι επιπλοκές τόσο της συν-τηρητικής όσο και της χειρουργικής αντιμετώπισης περιλαμβάνουν τη μετα-τραυματική οστεοαρθρίτιδα και την άσηπτη νέκρωση της μηριαίας κεφαλής. Επιπλοκές που παρατηρούνται κυρίως μετά από χειρουργική αντιμετώπιση εί-ναι η έκτοπη οστεοποίηση, η πάρεση του ισχιακού νεύρου, η πνευμονική εμβολή και η φλεγμονή του χειρουργικού τραύματος. Μελετήθηκαν κλινικά και ακτινολο-γικά 75 ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά για παρεκτοπισμένο κάταγ-μα κοτύλης τουλάχιστο κατά 3 mm, σε ένα διάστημα 6 ετών. Η διάρκεια της μετεγχειρητικής παρακο-λούθησης ήταν από 10 – 15 έτη με μέσο όρο 12,5 έτη. Συνοδές κακώσεις παρατηρήθηκαν στο 46% των ασθενών που απαίτησαν χειρουργική αντιμετώπιση ή παρατε-ταμένη νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής θεραπείας. Το συνολικό ικανοποιητικό κλινικό αποτελέσματα που περιλαμβάνει τους ασθενείς με άριστο ή καλό κλινικό απο-τέλεσμα ήταν 80%. Υπήρξε στενή συ-σχέτιση μεταξύ κλινικού και ακτινολο-γικού αποτελέσματος. Η πιο συχνή επι-πλοκή ήταν η έκτοπη οστεοποίηση, που παρατηρήθηκε σε 19 ασθενείς (25,3%). Στην εκτεταμένη λαγονομηριαία προ-σπέλαση παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη επίπτωση έκτοπης οστεοποίησης, ενώ η οστεοτομία του μείζονος τροχαντήρα στην προσπέλαση Kocher – Langenbeck μείωσε ελαφρά την επίπτωση της έκτο-πης οστεοποίησης. Επιπλέον, μετατραυ-ματική οστεοαρθρίτιδα παρατηρήθηκε σε 8 ασθενείς (10,7%) και άσηπτη νέ-κρωση της μηριαίας κεφαλής σε 6 (8%). Άλλες επιπλοκές ήταν μία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, μία πνευμονική εμβο-λή, μία ψευδάρθρωση τροχαντήρα και μία πάρεση ισχιακού. Συμπερασματικά, ο στόχος της χει-ρουργικής αντιμετώπιης των καταγμά-των της κοτύλης είναι η ανατομική ανά-ταξη και η συναρμογή με τη μηριαία κεφαλή προκειμένου να επιτευχθεί καλό μακροχρόνιο αποτέλεσμα. Στις περισσό-τερες περιπτώσεις η προσπέλαση Kocher – Langenbeck είναι επαρκής και η ο-στεοτομία του μείζονος τροχαντήρα, η οποία ενδείκνυται για τα συνδυασμένα κατάγματα, προσφέρει διεύρυνση του χειρουργικού πεδίου, διευκολύνει την ανάταξη και την τοποθέτηση των υλικών και παρά τις υφιστάμενες διαφωνίες, δε φαίνεται να σχετίζεται με την ανάπτυξη έκτοπης οστεοποίησης.
Fractures of the acetabulum are severe intra-articular fracture, highenergy injuries, they are usually the result of Road Traffic Accidents or fall from a height and the victims are usually young adults. They are often accompanied by other skeletal or visceral injuries than may be lifethreatening or may require prolonged treatment in the Intensive Care Unit. For many decades their treatment was conservative with poor results in most cases. In the past few decades their treatment has changed to surgical in displaced ones or those than involve the loaded area of the acetabulum, because the surgical treatment has better results. Complications of both conservative and surgical treatment are post-traumatic osteoarthrosis and osteonecrosis of the femoral head. Complications observed mainly after surgical treatment are heterotopic ossification, sciatic nerve palsy, pulmonary embolism and surgical wound infection. Seventy-five patients were studied clinically and roentgenographically with a displaced acetabular fracture of at least 3 mm that were treated surgically over a six-year period. The duration of the follow-up was from 10 to 15 years, with a mean of 12.5 years. Forty-six percent of the patients had associated injuries that required surgical intervention or prolonged treatment in the intensive care unit. The over-all satisfactory clinical result, grouping together the excellent and good results, is 80%. There was a good correlation between clinical and radiological results. The most common complication was heterotopic ossification observed in 19 patients (25.3%). The extended iliofemoral approach had the greater incidence of heterotopic ossification (40%) and the osteotomy of the greater trochanter in the Kocher- Langenebeck approach slightly decreased the incidence of heterotopic ossification. Moreover, post-traumatic osteoarthrosis was seen in 8 patients (10.7%) and osteonecrosis of the femoral head in 6 (8%). One case of deep vein thrombosis, one pulmonary embolism, one non-union of the greater trochanter and one sciatic nerve palsy were other post-surgical complications. In conclusion, surgical treatment of the acetabular fractures in order to achieve anatomical reduction of the acetabulum and congruency with the femoral head, is the ultimate goal for excellent functional outcome in long- term. In most of them, K-L approach is adequate and trochanteric osteotomy, which is indicated for associated acetabular fractures, greatly facilitates the exposure, anatomical reduction and metal work application, and despite the exsisting controversy, it is not correlated to the incidence of heterotopic ossification.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
48

Σφουγγαριστός, Σταύρος. "Η επίπτωση της χειρουργικής τεχνικής στα ογκολογικά και λειτουργικά αποτελέσματα μετά από ριζική προστατεκτομή." Thesis, 2014. http://hdl.handle.net/10889/8363.

Full text
Abstract:
Να διερευνηθεί η επίδρασης μίας τροποποιημένης τεχνικής ριζικής προστατεκτομής, με διατήρηση της ουρήθρας μέχρι το επίπεδο του σπερματικού λοφιδίου, στα μετεγχειρητικά ογκολογικά και λειτουργικά αποτελέσματα. Ασθενείς και μέθοδοι: Στην προοπτική αυτή μελέτη, 360 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ανοικτή οπισθοηβική ριζική προστατεκτομή από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι τον Απρίλιο του 2012 χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στους ασθενείς της ομάδας Α πραγματοποιήθηκε η κλασσική ριζική προστατεκτομή ενώ οι ασθενείς της ομάδας Β υποβλήθηκαν στην τροποποιημένη χειρουργική επέμβαση. Τα ογκολογικά αποτελέσματα αξιολογήθηκαν με την παρακολούθηση του PSA και τον έλεγχο βιοχημικής υποτροπής καθώς και με την ύπαρξη θετικών χειρουργικών ορίων. Η μετεγχειρητική ακράτεια εκτιμήθηκε με τον αριθμό πανών/ημέρα καθώς και με τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων ICIQ-SF και IIQ-SF. Η μετεγχειρητική στυτική δυσλειτουργία εκτιμήθηκε με τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων IIEF και SEAR. Επίσης καταγράφηκε και αναλύθηκε η επίδραση της χειρουργικής τροποποίησης στην εμφάνιση μετεγχειρητικών συμπτωμάτων αποθήκευσης των ούρων. Αποτελέσματα: Ογδόντα πέντε ασθενείς εξαιρέθηκαν από τη μελέτη. Από τους 244 ασθενείς που πληρώσουν τα κριτήρια εισόδου, στην ομάδα Α και Β συμπεριλήφθηκαν 115 (47,1%) και 129 (52,9%) ασθενείς, αντίστοιχα. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα ποσοστά εμφάνισης θετικών χειρουργικών ορίων (p=0,562) και βιοχημικής υποτροπής (p=0,321). Παρατηρήθηκαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ακράτειας (p=0,026), επιτακτικότητας (p<0,001) και νυκτουρίας (p<0,001) στους ασθενείς της ομάδας Α στον 1ο μήνα μετεγχειρητικά. Επίσης, υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στον αριθμό πανών/ημέρα υπέρ της ομάδας Β στον 1ο (p=0,037), 3ο (p=0,003) και 6ο (p=0,032) μήνα μετά το χειρουργείο. Η διαφορά αυτή, ωστόσο, εξαλείφθηκε στους 12 μήνες μετεγχειρητικά. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν με τις βαθμολογίες των ερωτηματολογίων ICIQ-SF και IIQ-SF, αναδεικνύοντας βελτιωμένα αποτελέσματα στους ασθενείς της ομάδας Β για τους πρώτους 6 μήνες. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στα ποσοστά εμφάνισης μετεγχειρητικής στυτικής δυσλειτουργίας καθώς και στις βαθμολογίες των ερωτηματολογίων IIEF και SEAR. Συμπεράσματα: Η τροποποιημένη χειρουργική τεχνική με διατήρηση της ουρήθρας μέχρι το επίπεδο του σπερματικού λοφιδίου αποτελεί μία νέα τροποποίηση της κλασσικής τεχνικής, η οποία μπορεί να μειώσει το χρόνο ανάκτησης της εγκράτειας των ούρων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ριζική προστατεκτομή, χωρίς να μειώνει το ογκολογικό αποτέλεσμα και την πρόγνωση της νόσου.
To investigate the effect of a modified surgical technique of open retropubic radical prostatectomy, with preservation of maximal urethral length to the level of verumontanum, in postoperative oncological and functional outcomes. Patients and methods: In this study, 360 patients who underwent open retropubic radical prostatectomy from January 2008 until April 2012 were divided into two groups. Patients of group A underwent the classical procedure of radical prostatectomy as it has been described by Walsh and Donker, while patients of group B underwent the modified technique. The oncological outcomes were evaluated by monitoring PSA value for biochemical failure and by recording the incidence of positive surgical margins. Postoperative incontinence was evaluated by the number of pads/day and through ICIQ-SF and IIQ-SF questionnaires. Postoperative erectile dysfunction was assessed by completing IIEF and SEAR questionnaires. We also recorded and analyzed the effect of the surgical modification in postoperative irritative urinary symptoms. Results: Eighty five patients were excluded from the study. Of the 244 patients who fulfill the inclusion criteria, 115 (47.1%) and 129 (52.9%) patients were included in group A and B, respectively. There was no statistically significant difference in the incidence rates of positive surgical margins (p=0.562) and biochemical recurrence (p=0.321) between the groups. There were significantly higher rates of incontinence (p=0.026), urgency (p<0.001) and nocturia (p<0.001) in patients of group A within the first postoperative month. There was also statistically significant difference in the number of pads/day in favor of group B in 1st (p=0.037), 3rd (p=0.003) and 6th (p=0.032) month after the operation. However, this difference disappeared at 12 months postoperatively. Similar results were observed in the scores of ICIQ-SF and IIQ-SF questionnaires, demonstrating improved outcomes in patients of group B within the first 6 months. There were no differences in the incidence rates of postoperative erectile dysfunction and in the scores of IIEF and SEAR questionnaires, as well. Conclusions: We proposed a modified surgical technique with preservation of maximal urethral length until the anatomical landmark of verumontanum. This technique may reduce the time continence recovery in patients undergoing radical prostatectomy, without compromising the oncological outcome and disease prognosis.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
49

Μαυρομμάτη, Αναστασία, and Εμμανουήλ Τζωρακολευθεράκης. "Κατασκευή και έλεγχος λαπαροσκοπικού χειρουργικού ρομποτικού βραχίονα με πλεονάζοντες βαθμούς ελευθερίας." Thesis, 2012. http://hdl.handle.net/10889/5301.

Full text
Abstract:
Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι η κατασκευή και ο έλεγχος ενός λαπαροσκοπικού εργαλείου με πλεονάζοντες βαθμούς ελευθερίας (ΒΕ). Ο βραχίονας αποτελείται από συνδεδεμένα τμήματα ή «σπονδύλους» που ενεργοποιούνται από καλώδια Ni-Ti, γνωστά και ως Shape Memory Alloys, που λειτουργούν ως δυαδικοί ενεργοποιητές με 2 καταστάσεις. Έτσι, εξασφαλίζεται η επαναληψιμότητα στις κινήσεις του βραχίονα και δεν απαιτούνται αισθητήρες για τη θέση των αρθρώσεων. Κάθε σπόνδυλος αποτελείται από 3 ενεργούς πρισματικούς ενεργοποιητές (SMA) τοποθετημένους έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα τρίποδο, το οποίο παρέχει 3 ΒΕ σε κάθε άρθρωση (δύο περιστροφικούς και ένα μεταφορικό). Η ανεξάρτητη ενεργοποίηση κάθε άρθρωσης γίνεται από μικροελεγκτές που επικοινωνούν με το πρωτόκολλο I2C και είναι τοποθετημένοι στο εσωτερικό κάθε συνδέσμου. Θα παρουσιαστούν διάφορα ζητήματα σχεδιασμού, η κινηματική και η προσομοίωση του εργαλείου, καθώς και ένα αρχικό πείραμα.
The subject of this work is the development of a prototype hyper-redundant laparoscopic tool. The manipulator consists of cascaded modules which are powered by Shape Memory Alloy wires (NiTi), acting as binary actuators with two stable states. As a result, the repeatability of the manipulator’s movement is ensured, alleviating the need for sensing of the manipulator’s joint-positions. Each module is composed of three active prismatic actuators in a tripod configuration providing a 3-DOF (two rotational and one translational) maneuverability for each joint. I2C-networked microcontrollers activate the individual tendon in each joint. Certain design aspects as well as the kinematics of the binary manipulator are presented followed by simulation and experimental studies on the laparoscopic tool prototype.
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
50

Καουτζάνης, Μάριος. "Αποτελέσματα χειρουργικής αντιμετώπισης των οξέων επισκληρίδιων αιματωμάτων σε σχέση προς την κλίμακα κώματος της Γλασκώβης." Thesis, 1990. http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/3035.

Full text
APA, Harvard, Vancouver, ISO, and other styles
We offer discounts on all premium plans for authors whose works are included in thematic literature selections. Contact us to get a unique promo code!

To the bibliography